
Η βιομηχανία ορυκτών καυσίμων διοχέτευσε πέρσι επιπλέον 389 εκατ. τόνους ρύπων διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα με την άσκοπη καύση φυσικού αερίου, μια «τεράστια σπατάλη» που θερμαίνει τον πλανήτη περίπου όσο η Γαλλία, σύμφωνα με έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας.
Η καύση είναι ένας τρόπος για να απαλλαγούμε από αέρια όπως το μεθάνιο που προκύπτουν κατά την άντληση πετρελαίου από το έδαφος. Η πρακτική αυτή αποτελεί ρουτίνα σε πολλές χώρες, επειδή είναι συχνά φθηνότερο να καίγεται το αέριο από το να συλλεχθεί, να μεταφερθεί, να επεξεργαστεί και να πωληθεί, σημειώνει ο Guardian.
Σύμφωνα με την έκθεση, η παγκόσμια καύση φυσικού αερίου αυξήθηκε για δεύτερη συνεχή χρονιά και έφθασε στο υψηλότερο επίπεδο από το 2007, παρά τις αυξανόμενες ανησυχίες για την ενεργειακή ασφάλεια και την κλιματική καταστροφή.
Διαπιστώθηκε ότι 151 δισ. κυβικά μέτρα (bcm) φυσικού αερίου κάηκαν κατά την παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου το 2024, αυξημένα κατά 3bcm σε σχέση με το προηγούμενο έτος.
«Η καύση αερίων είναι άσκοπη σπατάλη», δήλωσε ο Zubin Bamji, διευθυντής της Παγκόσμιας Σύμπραξης της Παγκόσμιας Τράπεζας για τη μείωση της καύσης αερίων και του μεθανίου (GFMRP), η οποία συνέταξε την έκθεση. «Είναι μια χαμένη ευκαιρία να ενισχυθεί η ενεργειακή ασφάλεια και να βελτιωθεί η πρόσβαση σε αξιόπιστη ενέργεια», τόνισε.
Αδύναμοι κανόνες
Σε πολλές περιπτώσεις, όπως καταγγέλλουν οι αναλυτές, οι κανόνες για την αποτροπή της άσκοπης καύσης είναι αδύναμοι και δεν εφαρμόζονται επαρκώς, ενώ οι εταιρείες έχουν ελάχιστα κίνητρα να σταματήσουν να το κάνουν, επειδή δεν χρειάζεται να πληρώσουν για τη ρύπανση που προκαλεί.
Η έκθεση διαπίστωσε ότι εννέα χώρες – η Ρωσία, το Ιράν, το Ιράκ, οι ΗΠΑ, η Βενεζουέλα, η Αλγερία, η Λιβύη, το Μεξικό και η Νιγηρία – ήταν υπεύθυνες για τα τρία τέταρτα του συνόλου της καύσης φυσικού αερίου το 2024. Οι περισσότεροι από τους παραβάτες ήταν χώρες με κρατικές πετρελαϊκές εταιρείες.
Παρά τις προσπάθειες να σταματήσει η πρακτική αυτή, η ένταση της καύσης – ο όγκος που εκτοξεύεται ανά βαρέλι παραγόμενου πετρελαίου – παρέμεινε «επίμονα υψηλή» τα τελευταία 15 χρόνια, σύμφωνα με την έκθεση.
Σύμφωνα με τα στοιχεία, η ένταση της καύσης στη Νορβηγία, μία από τις καθαρότερες παραγωγούς πετρελαίου και φυσικού αερίου, είναι 18 φορές χαμηλότερη από ό,τι στις ΗΠΑ και 228 φορές χαμηλότερη από ό,τι στη Βενεζουέλα.
Ο Άντριου Μπάξτερ, ειδικός σε θέματα πετρελαίου και φυσικού αερίου στο μη κερδοσκοπικό Environmental Defense Fund, δήλωσε ότι είναι «βαθιά απογοητευτικό» να βλέπουμε επιστροφή στα επίπεδα καύσης φυσικού αερίου του 2007.
«Τέτοια επίπεδα καύσης αποτελούν κατάφωρη σπατάλη πόρων», πρόσθεσε. «Είναι καταστροφικά για το κλίμα και την ανθρώπινη υγεία», επεσήμανε.
Ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας έχει ζητήσει την εξάλειψη κάθε καύσης εκτός από τις περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης έως το 2030.
Ο Τζόναθαν Μπανκς, ειδικός σε θέματα μεθανίου στη μη κερδοσκοπική οργάνωση Clean Air Task Force, ανέφερε ότι οι λύσεις είναι γνωστές και συχνά οικονομικά αποδοτικές. «Αυτό που λείπει είναι η πολιτική βούληση και η ρυθμιστική πίεση για την εφαρμογή τους σε κλίμακα».
Η έκθεση ανέδειξε τομείς προόδου, επισημαίνοντας ορισμένους παραγωγούς πετρελαίου και φυσικού αερίου, όπως η Αγκόλα, η Αίγυπτος, η Ινδονησία και το Καζακστάν, που μείωσαν με επιτυχία την ποσότητα του αερίου που καίγεται.
Το Καζακστάν, το οποίο έχει επιβάλει υψηλά πρόστιμα στις εταιρείες που παραβιάζουν τους κανόνες, είχε μειώσει την καύση κατά 71% από το 2012.
Πηγή: skai.gr