15 χρόνια συμπληρώνονται από την τραγωδία της Marfin, όπου τρεις άνθρωποι, ανάμεσά τους μία έγκυος, έχασαν τη ζωή τους μετά την εμπρηστική επίθεση
15 χρόνια συμπληρώθηκαν φέτος από την τραγωδία της Marfin, όπου τρεις εργαζόμενοι έχασαν τη ζωή τους από την εμπρηστική επίθεση στο υποκατάστημα της τράπεζας στο κέντρο της Αθήνας.
Ήταν 5 Μαΐου 2010. Ημέρα γενικής απεργίας και μεγάλων κινητοποιήσεων καθώς λίγες ημέρες νωρίτερα η κυβέρνηση τότε του Παπανδρέου είχε ανακοινώσει αυστηρά μέτρα οικονομικής λιτότητας, στο πλαίσιο της αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης που είχε ξεσπάσει.
Ενώ η κύρια πορεία των διαδηλωτών ανέβαινε την οδό Σταδίου κατευθυνόμενη προς την πλατεία Συντάγματος, περίπου στις 13:55 μια ομάδα κουκουλοφόρων επιτέθηκε στο κτίριο της Marfin που βρισκόταν στον αριθμό 23. Αυτόπτης μάρτυρας ανέφερε ότι τρία άτομα με κουκούλες έσπασαν με 3-4 χτυπήματα τα τζάμια και πέταξαν μέσα μία μολότοφ και αμέσως μετά ένα μπουκάλι με βενζίνη.
Σύντομα βαρύς καπνός τύλιξε όλο το υποκατάστημα. Οι περισσότεροι υπάλληλοι στοιβάχτηκαν στον μικρό φωταγωγό που επικοινωνούσε μέσω πλέγματος με την ταράτσα, το οποίο πλέγμα ένας εξ αυτών κατάφερε και έσπασε. Στη συνέχεια αναρριχήθηκαν από τον φωταγωγό στη στέγη, απ’ όπου πήδηξαν σε διπλανό κτίριο σπάζοντας την τζαμαρία του με καδρόνι.
Ακόμα και όταν το ισόγειο καιγόταν και κάποιοι υπάλληλοι για να σωθούν είχαν βγει στο μπαλκόνι του πρώτου ορόφου, ακούγονταν συνθήματα όπως «να καείτε» και «κάψτε τους πλούσιους», ενώ αυτόπτης μάρτυρας κατέθεσε πως το συγκεντρωμένο πλήθος τους πετούσε πέτρες.
Από την άλλη, μετανάστες που είχαν αφήσει το μπλοκ τους προσπαθούσαν να σπάσουν την πόρτα για απεγκλωβισμό, και το πλήθος διευκόλυνε τη διέλευση της Πυροσβεστικής.
Λίγο αργότερα, νεκροί ανασύρθηκαν η Αγγελική Παπαθανασοπούλου, 32 ετών (έγκυος 4 μηνών), ο Επαμεινώνδας Τσάκαλης, 36 ετών και η Παρασκευή Ζούλια, 35 ετών.
Τα θύματα εγκλωβίστηκαν από τις φλόγες στον 3ο όροφο του κτιρίου, με αποτέλεσμα να πεθάνουν από ασφυξία.
Σύμφωνα με τον ιατροδικαστή Φίλιππο Κουτσάφτη: «Ο καπνός και τα τοξικά αέρια από την καύση των πλαστικών και χαρτικών τους σκότωσαν σχεδόν αμέσως. Απώλεσαν τις αισθήσεις τους και λίγο μετά πέθαναν». Όταν βρέθηκαν είχαν τα στόματά τους ανοιχτά και τα πρόσωπά τους ήταν μαύρα από τον καπνό. Φαίνεται πως είχαν προσπαθήσει να βγουν από το εσωτερικό του κτιρίου από την πόρτα της ταράτσας, η οποία όμως δεν άνοιγε.
Η ταυτότητα των αυτουργών της επίθεσης δεν έχει επιβεβαιωθεί μέχρι σήμερα.
Για τον τραγικό θάνατο των τριών υπαλλήλων υπήρξαν ωστόσο καταδικαστικές αποφάσεις. Αφορούσαν στον διευθύνοντα σύμβουλο της «Marfin» και τον υπεύθυνο ασφαλείας του κτιρίου, για ανθρωποκτονίες εξ αμελείας, σωματικές βλάβες και παραλείψεις στα μέτρα πυρασφάλειας και στην εκπαίδευση του προσωπικού.
Όπως ειπώθηκε κατά την ακροαματική διαδικασία, τη μοιραία ημέρα δεν δόθηκε από τη διοίκηση η εντολή να φύγουν οι εργαζόμενοι, παρά τους φόβους για σοβαρά επεισόδια. Επιπλέον, το υποκατάστημα δεν ήταν σωστά θωρακισμένο, παρότι είχε δεχθεί στο πρόσφατο παρελθόν επιθέσεις, ενώ η έλλειψη εξόδων κινδύνου και σχεδίου διαφυγής συνέβαλαν στην απώλεια των τριών ζωών.
Οι μάρτυρες επιβεβαίωσαν, ουσιαστικά, το πόρισμα της επιθεώρησης του υπουργείου Εργασίας, που συντάχθηκε τον Σεπτέμβριο του 2010, για τις παραλείψεις που οδήγησαν στην τραγωδία.
Ανέφερε χαρακτηριστικά ο αρμόδιος επιθεωρητής Θεοδόσης Πανταζόπουλος: «Όλοι οι εργαζόμενοι που ρωτήθηκαν, είπαν ότι δεν είχε γίνει καμιά εκπαίδευση, ενημέρωση ή επιμόρφωση και ούτε είχε ποτέ πραγματοποιηθεί άσκηση εκκένωσης του κτιρίου. Μόνο μια εργαζομένη ανέφερε ότι είχε γίνει κάποια στιγμή επίδειξη της χρήσης των πυροσβεστήρων και μια άλλη ότι είχαν διανεμηθεί στο προσωπικό ενημερωτικά φυλλάδια για θέματα πυροπροστασίας, χωρίς, όμως, να θυμάται πότε».
Επιπλέον, το πόρισμα αποκάλυπτε ότι το υποκατάστημα δεν είχε πιστοποιητικό πυρασφαλείας, το οποίο εκδίδεται από το Πυροσβεστικό Σώμα, μετά από μελέτη και έλεγχο εφαρμογής των απαιτούμενων μέτρων.
Τα δύο στελέχη της τράπεζας καταδικάστηκαν σε φυλάκιση 22 ετών -εκτιτέα τα 10 έτη- αλλά δεν πήγαν στη φυλακή, καθώς το δικαστήριο έδωσε ανασταλτικό χαρακτήρα στην έφεσή τους και χρηματική εγγύηση 30.000 ευρώ.
Η ποινή τους μειώθηκε στον δεύτερο βαθμό στα 8,5 έτη, επίσης με αναστολή. Η διευθύντρια και η υποδιευθύντρια του υποκαταστήματος αθωώθηκαν.
Τα αστικά δικαστήρια επέβαλαν στην τράπεζα την καταβολή αποζημίωσης ύψους 1.100.000 ευρώ στους συγγενείς ενός θύματος και 720.000 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση των 19 υπαλλήλων που εγκλωβίστηκαν.
Στις 9 Μαΐου 2020 έγιναν τα αποκαλυπτήρια τιμητικής πλακέτας με τα ονόματα των τριών «θυμάτων του τυφλού μίσους που γεννά ο διχασμός», παρουσία της Προέδρου της Δημοκρατίας Κατερίνας Σακελλαροπούλου.
Πηγή: skai.gr