Τα μέλη του **ΝΑΤΟ** έλαβαν μια αποφασιστική απόφαση στη σύνοδο κορυφής στα τέλη Ιουνίου, δεσμευόμενα να αυξήσουν τις αμυντικές δαπάνες τους στο 5% του ΑΕΠ έως το 2035, ενέργεια που ο Γενικός Γραμματέας της Συμμαχίας, Μαρκ Ρούτε, χαρακτήρισε ως ένα *«κβαντικό άλμα»*. Ωστόσο, η πραγματική πρόκληση πλέον αφορά το αν όλα τα μέλη έχουν τη δυνατότητα να υποστηρίξουν οικονομικά αυτή την αύξηση. Η εξέλιξη αυτή ικανοποίησε ιδιαίτερα τον Πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος για χρόνια πιέζει προς αυτή την κατεύθυνση. Εντούτοις, η Ισπανία διαφοροποίησε τη στάση της, διεκδικώντας εξαίρεση και τελικά διαπραγματευόμενη μια ειδική συμφωνία με το ΝΑΤΟ, υποστηρίζοντας πως ο στόχος του 5% είναι *«παράλογος»* και θα υπονομεύσει μακροχρόνια την οικονομική ευημερία της χώρας.
Πολιτικές και Οικονομικές Πιέσεις
Σύμφωνα με τη Φένελα ΜακΓκέρτι, ανώτερη ερευνήτρια για την αμυντική οικονομία στο Διεθνές Ινστιτούτο Στρατηγικών Μελετών (IISS), η απόφαση για προτεραιότητα στην **άμυνα**, τη στιγμή που επιβάλλονται περικοπές elsewhere, αποτελεί πολιτικά δύσκολο έργο. Όπως σημειώνει, οι χώρες δυσκολεύονται να ισορροπήσουν μεταξύ της ανάγκης για ενίσχυση της ασφάλειας και της διατήρησης της κοινωνικής συνοχής—ειδικά όταν οι πολίτες ανησυχούν για ζητήματα όπως η υγεία, η εκπαίδευση ή η καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής. Η Ίλκε Τοφγκούρ, διευθύντρια του Κέντρου Παγκόσμιας Πολιτικής στο πανεπιστήμιο IE της Μαδρίτης, τονίζει πως η *”ανοιχτή συζήτηση”* για την προτεραιοποίηση των αμυντικών δαπανών είναι κρίσιμη, καθώς ενδέχεται να προκαλέσει ακόμα και κοινωνική αντίδραση.
Το Θέμα του Δημοσίου Χρέους
Είναι φανερό ότι ορισμένα μέλη του ΝΑΤΟ, όπως η Ισπανία, το Βέλγιο, ο Καναδάς, η Ιταλία και η Πορτογαλία, αντιμετωπίζουν ήδη υψηλό δημόσιο χρέος, που φτάνει ή υπερβαίνει το 100% του ΑΕΠ. Αντίθετα, η **Ελλάδα** –με το υψηλότερο δημόσιο χρέος– αποτελεί εξαίρεση, καθώς ήδη δαπανά πάνω από το 3% του ΑΕΠ της για αμυντικές ανάγκες. Ταυτόχρονα, η Τοφγκούρ επισημαίνει την ανάγκη για «δικαιότερη αξιολόγηση» της συνολικής επίπτωσης των επιπλέον αμυντικών βαρών στις οικονομίες των χωρών-μελών και στην ευρωπαϊκή οικονομία ευρύτερα. Η ΜακΓκέρτι υπογραμμίζει ότι χώρες με ισχυρή δημοσιονομική θέση, όπως η Γερμανία, ενδεχομένως να δανειστούν για την κάλυψη των απαιτήσεων, αλλά κράτη με μακροπρόθεσμα προβλήματα χρέους θα δίσταζαν να ακολουθήσουν αυτή τη στρατηγική. Οι επιλογές που παραμένουν αφορούν είτε σε αυξήσεις της φορολογίας, είτε σε περικοπές σε άλλους τομείς, είτε σε πιο εκτεταμένες χρηματοδοτήσεις από τον ιδιωτικό τομέα ή τη δημιουργία ειδικών οικονομικών ταμείων.
Οι Κίνδυνοι του Υψηλού Κόστους της Ασφάλειας
Παρά τις ανησυχίες για τον δανεισμό και τις ενδεχόμενες κοινωνικές περικοπές, πολλοί ειδικοί αναφέρουν πως το διακύβευμα ήταν ήδη προδιαγεγραμμένο. Όπως σημείωσε η ΜακΓκέρτι, ο ίδιος ο ΓΓ του ΝΑΤΟ έχει επισημάνει ότι η αύξηση των αμυντικών δαπανών θα επηρεάσει σημαντικές κρατικές δαπάνες, όπως οι συντάξεις, η υγεία και η εκπαίδευση. Παράλληλα, οι οικονομικοί κίνδυνοι είναι παρόντες: ο πληθωρισμός στην αμυντική βιομηχανία, οι καθυστερήσεις στις εφοδιαστικές αλυσίδες και τα εργασιακά ζητήματα αυξάνουν συνεχώς το απαιτούμενο κόστος. Η ίδια η πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, προειδοποίησε πως οι υψηλότερες αμυντικές δαπάνες δύνανται να ενισχύσουν τον πληθωρισμό, καθιστώντας σαφές πως η ενίσχυση της ευρωπαϊκής ασφάλειας συνοδεύεται από σημαντικά οικονομικά ανταλλάγματα.
Επιμέλεια: Κώστας Αργυρός
Πηγή: Deutsche Welle