
Για να γίνει η Ευρώπη μια πραγματικά μεγάλη δύναμη, το μπλοκ θα χρειαστεί μια πολιτική δομή που θα του επιτρέπει να ασκεί την ηγεσία που παρέχουν εδώ και καιρό οι ΗΠΑ
Η Ευρώπη ξαφνικά βιάζεται και δεν το κρύβει.
«Υπάρχει μόνο ένα πράγμα που μετράει, και αυτό είναι η ταχύτητα», είπε η πρωθυπουργός της Δανίας Μέττε Φρεντέρικσεν τον περασμένο Φεβρουάριο, ανακοινώνοντας αύξηση 70% στις στρατιωτικές δαπάνες. Εν τω μεταξύ, στη γειτονική Γερμανία, ο εν αναμονή καγκελάριος Φρίντριχ Μερτς φέρεται να οριστικοποιεί ένα ειδικό ταμείο για την Bundeswehr αξίας εκατοντάδων δισεκατομμυρίων ευρώ. Αλλά και η Ύπατη Εκπρόσωπος της ΕΕ για τις Εξωτερικές Υποθέσεις, Κάγια Κάλλας υποστήριξε ότι «εναπόκειται σε εμάς, τους Ευρωπαίους, να ανταποκριθούμε σε αυτήν την πρόκληση» να ηγηθούμε στον ελεύθερο κόσμο.
Αλλά είναι πράγματι η Ευρώπη στο κατώφλι να μετατραπεί σε γεωπολιτική δύναμη, διερωτάται το Politico.
Όσον αφορά τον πληθυσμό της, την τεχνολογική της ανάπτυξη και τα οικονομικά της μεγέθη, η Ευρώπη θα μπορούσε εύκολα να χαρακτηριστεί ως μεγάλη δύναμη. Ωστόσο, το μέλλον της Ηπείρου θα εξαρτηθεί περισσότερο από την ικανότητα των εθνών της να μετατρέψουν την οικονομική τους ισχύ σε αμυντικές δυνατότητες.
Σύμφωνα με την ανάλυση του Politico, για να γίνει πραγματικά η Ευρώπη η μεγάλη δύναμη που κάποιοι επιδιώκουν να είναι, θα χρειαστεί μια πολιτική δομή που θα της επιτρέπει να ασκεί την ηγεσία που παρέχουν εδώ και καιρό οι ΗΠΑ. Όμως η προοπτική για τη διαμόρφωση μιας τέτοιας δομής αντιμετωπίζει σημαντικά εμπόδια.
Σήμερα, δύο ισχυροί θεσμοί βρίσκονται στην Ήπειρο στο προσκήνιο: ο Οργανισμός Βορειοατλαντικής Συνθήκης (ΝΑΤΟ) και η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ). Ωστόσο, κανένα από τα δύο δεν μπορεί εύκολα να μετατραπεί σε όχημα ευρωπαϊκής αυτοπροστασίας και προβολής ισχύος.
Οι ΗΠΑ κυριαρχούν στο ΝΑΤΟ από την ίδρυσή του. Και μπορεί κάποιος να σκεφτεί τις στρατιωτικές εντολές να ανατίθενται στις ευρωπαϊκές δυνάμεις και η θέση του ανώτατου στρατιωτικού ηγέτη – του Ανώτατου Διοικητή των Συμμαχικών Δυνάμεων Ευρώπης (SACEUR) – να δίνεται σε έναν Ευρωπαίο αντί για έναν Αμερικανό – όμως είναι δύσκολο να σκεφτεί κανείς κάποια ευρωπαϊκή δύναμη να παραχωρεί αυτή τη θέση σε έναν Ευρωπαίο αντίπαλο. Γνωρίζοντας μέχρι σήμερα ότι ο στρατιωτικός ηγέτης της συμμαχίας θα ήταν πάντα Αμερικανός, η Ευρώπη απέφυγε τον πολιτικό ανταγωνισμό. Εάν αυτό άλλαζε, τότε ο ανταγωνισμός αυτός ίσως να ερχόταν ξανά στην επιφάνεια.
Επιπλέον, η ευρωπαϊκή πλευρά της συμμαχίας θα περιελάμβανε, αναγκαστικά, έθνη με διαφορετική εξωτερική πολιτική που είναι πιθανό να ερχόταν σε σύγκρουση με εκείνες των βασικών της δυνάμεων. Και ακόμη κι αν αυτοί οι ηγέτες μπορούσαν να πεισθούν να συγκρατήσουν το βέτο τους σε ένα ζήτημα, οι καθυστερήσεις που απαιτούνται για μια συμφωνία θα μπορούσαν να είναι σημαντικές – όπως φάνηκε και από τη μακροχρόνια διαδικασία ένταξης της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ.
Η Ευρώπη παραμένει λοιπόν, ένα μωσαϊκό από έθνη – κράτη παρά με ένα ομοσπονδιακό σύστημα. Έτσι, μέχρι το ευρωπαϊκό μπλοκ να εξελιχθεί σε κάτι που μοιάζει με Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης, οποιαδήποτε συντονισμένη προσπάθεια προβολής της ισχύος της Ηπείρου θα απαιτήσει από τους κύριους παίκτες της να σχηματίσουν ένα πολυμερές στρατιωτικό επιτελείο, σχολιάζει το Politico.
Ωστόσο, υπάρχει ιστορικό προηγούμενο για αυτό. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Ουάσιγκτον και το Λονδίνο σχημάτισαν το βρετανο-αμερικανικό Combined Chiefs. Και ενώ οι αποφάσεις τους υπόκεινταν, φυσικά, στην έγκριση του Βρετανού πρωθυπουργού και του προέδρου των ΗΠΑ, δημιούργησαν έναν βαθμό συνεργασίας που δεν είχε ακόμη φανεί σε στρατιωτικό επίπεδο. Δυστυχώς, όμως, η δημιουργία μιας παρόμοιας δομής για τη σύγχρονη Ευρώπη εγείρει αρκετά δύσκολα ερωτήματα.
Πρώτον, πόσες χώρες θα συμμετείχαν; Ο αριθμός των μελών της ΕΕ είναι πολύ μεγαλύτερος από ό,τι θα επέτρεπε οποιαδήποτε έννοια γραφειοκρατικής αποτελεσματικότητας. Και αν δεν μπορούσαν να συμμετάσχουν όλες οι χώρες, ποιες θα έπρεπε να συμμετέχουν;
Ενώ οι αντικειμενικές εκτιμήσεις για το μέγεθος της στρατιωτικής ικανότητας και της εξωτερικής πολιτικής θα μπορούσαν να προτείνουν το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Πολωνία και, ίσως, την Ιταλία ως εύλογο σημείο εκκίνησης, οποιαδήποτε αρχική οργανωτική δομή θα οδηγούσε επίσης σε μια κακοφωνία αντιρρήσεων.
Επιπλέον, ένα συνδυασμένο επιτελείο υπεύθυνο για την ενοποίηση των δυνάμεων της Ηπείρου και την απόκτηση εξοπλισμού θα μπορούσε επίσης να προκαλέσει ενδοκυβερνητικές δυσκολίες σε χώρες όπου οι αξιωματικοί του στρατού δεν αποτελούν σημαντικούς παράγοντες εξωτερικής πολιτικής. Και οποιαδήποτε ρύθμιση που δίνει προτεραιότητα στις μεγαλύτερες δυνάμεις της Ευρώπης θα απαιτούσε από τις μικρότερες, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που είναι πιο εκτεθειμένες στον ρεβανσισμό της Ρωσίας, να συνδεθούν με τη διοίκηση μέσω μιας από τις μεγαλύτερες δυνάμεις. Αυτή η τυπική ανισότητα θα ήταν μια σημαντική ρήξη με την ιδρυτική ιδεολογία του μπλοκ — αν και ίσως όχι με την πρακτική του.
Ωστόσο, εάν η Ευρώπη πρόκειται να διαθέτει στρατιωτικές δυνατότητες ανάλογες με αυτές ενός παγκόσμιου ηγέτη, θα χρειαστεί νέα οργανωτική δομή και η προσπαθεια που θα πρέπει να κάνει για την αυτονομία της θα πρέπει να είναι και ανάλογη με το μέγεθος των κραδασμών που μπορεί να απορροφήσει από τις αλλαγές που πραγματοποιούνται επί του παρόντος στην πολιτική των ΗΠΑ.
Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο κατάφεραν να προβάλουν με επιτυχία την εξουσία τους επειδή μοιράζονταν όχι μόνο μια κοινή γλώσσα αλλά και μια κοινή πολιτική κληρονομιά. Τα έθνη της Ευρώπης όμως σήμερα μοιράζονται πολύ λιγότερα και μόνο ο χρόνος θα δείξει αν είναι έτοιμοι να αντιμετωπίσουν την πρόκληση και να ξεπεράσουν τις διαφορές τους.
Πηγή: skai.gr













