
Η εξέλιξη μπορεί να ερμηνευθεί ως οπισθοχώρηση από την πλευρά του Τραμπ μπροστά στον κίνδυνο αποσταθεροποίησης της οικονομίας
Ο Ντόναλντ Τραμπ παρουσιάζει ως «νίκη» την 90ήμερη εμπορική εκεχειρία με την Κίνα και τη μείωση των δασμών, όμως οι διεθνείς αγορές ερμηνεύουν την εξέλιξη ως μια αναγκαστική υπαναχώρηση μπροστά στον κίνδυνο ελλείψεων και αποσταθεροποίησης της οικονομίας.
Οι μετοχές σημείωσαν άνοδο και οι αποδόσεις των ομολόγων αυξήθηκαν μετά τη συνέντευξη Τύπου του υπουργού Οικονομικών των ΗΠΑ, Σκοτ Μπέσεντ, νωρίς το πρωί στη Γενεύη, όπου οι δύο πλευρές πραγματοποιούν συνομιλίες.
Όπως και με την εμπορική συμφωνία με τη Βρετανία την περασμένη εβδομάδα, οι ΗΠΑ δεν επέστρεψαν στο προηγούμενο δασμολογικό καθεστώς πριν την άνοδο του Τραμπ στον Λευκό Οίκο.
Αντίθετα, οι δασμοί στα κινεζικά προϊόντα θα μειωθούν από 145% σε 30%, αρχικά για μια περίοδο 90 ημερών. Σε αντάλλαγμα, η Κίνα μείωσε τους δικούς της δασμούς στις εισαγωγές από τις ΗΠΑ στο 10%, από το 125% που είχε επιβάλει σε αντίποινα κατά του Λευκού Οίκου.
Αυτό εξακολουθεί να συνιστά μια σημαντική αλλαγή στους όρους του εμπορίου μεταξύ των δύο χωρών σε σύγκριση με την περίοδο πριν την άνοδο του Τραμπ στην εξουσία, αλλά υπολείπεται κατά πολύ ενός ουσιαστικού εμπορικού εμπάργκο.
Οι δύο πλευρές δεσμεύτηκαν να συνεχίσουν τις συνομιλίες, αλλά στην ανακοίνωση που εξέδωσε ο Λευκός Οίκος δεν έγινε καμία αναφορά σε άλλα παράπονα που είχε διατυπώσει στο παρελθόν κατά της Κίνας, συμπεριλαμβανομένης της αδυναμίας του γουάν.
Αντιθέτως, η ανακοίνωση εξήρε «τη σημασία μιας βιώσιμης, μακροπρόθεσμης και αμοιβαία επωφελούς οικονομικής και εμπορικής σχέσης». Η διατύπωση ήταν διαφορετική από την ομιλία του Τραμπ την Ημέρα Απελευθέρωσης, κατά την οποία είχε δηλώσει ότι οι ΗΠΑ έχουν «λεηλατηθεί, συληθεί, βιαστεί και απογυμνωθεί από χώρες κοντινές και μακρινές».
Με άλλα λόγια, όπως εξηγούν αναλυτές, η εξέλιξη μπορεί να ερμηνευθεί ως οπισθοχώρηση. Μπορεί να επηρεάστηκε από τις αναταράξεις στις αγορές, αλλά φαίνεται πιο πιθανό ότι οι δραματικές προειδοποιήσεις από λιανοπωλητές για άδεια ράφια – που ενισχύθηκαν από δεδομένα που δείχνουν κατακόρυφη πτώση στις εισαγωγές στα αμερικανικά λιμάνια – ενίσχυσαν τη θέση των μετριοπαθών ως προς την εμπορική πολιτική της κυβέρνησης.
Όταν ρωτήθηκε σχετικά με τις ελλείψεις σε παιχνίδια, ο Τραμπ δήλωσε στους δημοσιογράφους ότι τα παιδιά θα πρέπει να είναι χαρούμενα με «δύο κούκλες αντί για 30» και ότι αυτές ίσως «κοστίζουν λίγα δολάρια παραπάνω» από το συνηθισμένο. Ωστόσο, θεωρείται απίθανο ακόμα και για τον Τραμπ να υπομείνει το βάρος των επιθέσεων και της ευθύνης για ελλείψεις βασικών αγαθών, παρόμοιες με εκείνες της περιόδου της COVID-19, στη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου.
Αντ’ αυτού, φαίνεται πως ο Λευκός Οίκος επέλεξε μια τακτική υποχώρηση. Η σύγκρουση ΗΠΑ-Κίνας υπήρξε ανέκαθεν το πιο θερμό μέτωπο στον εμπορικό πόλεμο του Τραμπ, με βαθύτερες ρίζες και μεγαλύτερη δημόσια στήριξη σε σχέση με τις πιο ιδιόρρυθμες επιθέσεις του προς το Μεξικό και τον Καναδά.
Αν ο Τραμπ είναι πράγματι έτοιμος να υποχωρήσει ακόμη και απέναντι στο Πεκίνο, αυτό στέλνει ένα μήνυμα ότι μπορεί να υποχωρήσει και σε άλλες επιθετικές πτυχές της εμπορικής του πολιτικής.
Ωστόσο, αυτό που δεν κατάφεραν να εξαλείψουν ο Σκοτ Μπέσεντ και οι Κινέζοι ομόλογοί του είναι η αβεβαιότητα που έχει καταλάβει τους επενδυτές σε ολόκληρη την παγκόσμια οικονομία από τότε που ο Τραμπ ανακοίνωσε τους δασμούς την «Ημέρα Απελευθέρωσης».
Οι δασμοί στα κινεζικά προϊόντα έχουν μειωθεί μόνο προσωρινά προς το παρόν, ενώ πολλές άλλες χώρες εξακολουθούν να βρίσκονται εν αναμονή διαπραγματεύσεων για το πού θα καταλήξουν οι δικοί τους δασμοί μετά τη δεύτερη περίοδο αναμονής 90 ημερών, που αφορά τους «ανταποδοτικούς» δασμούς του Τραμπ και λήγει τον Ιούλιο.
Εν τω μεταξύ, εταιρείες σε ολόκληρο το παγκόσμιο εμπορικό σύστημα αναρωτιούνται ποια εκδοχή της πολιτικής του είναι πιθανότερο να επικρατήσει τελικά, και είναι πολύ πιθανό να μπουν στον πειρασμό να συνεχίσουν να παρακάμπτουν τις ΗΠΑ, όπου αυτό είναι εφικτό.
Και καθώς οι δασμοί 30% παραμένουν στις κινεζικές εξαγωγές προς τις ΗΠΑ, η ευρύτερη εικόνα παραμένει: δύο μεγάλες οικονομικές δυνάμεις απομακρύνονται η μία από την άλλη.
Πηγή: skai.gr