
Ομοσπονδιακός δικαστής στη Νέα Υόρκη αποφάσισε ότι το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ μπορεί να δημοσιοποιήσει τα πρακτικά του σώματος ενόρκων από την υπόθεση σεξουαλικής διακίνησης του Τζέφρι Έπσταϊν το 2019. Η απόφαση του δικαστή Ρίτσαρντ Μπέρμαν ανατρέπει προηγούμενη κρίση του να διατηρηθεί το υλικό σφραγισμένο. Επικαλέστηκε έναν νέο νόμο που ψήφισε το Κογκρέσο και απαιτεί από το υπουργείο Δικαιοσύνης να δώσει στη δημοσιότητα τα αρχεία που αφορούν τον Έπσταϊν.
Τον Αύγουστο, ο δικαστής Μπέρμαν είχε απορρίψει το αίτημα του υπουργείου Δικαιοσύνης λόγω ανησυχιών για πιθανές απειλές στην ασφάλεια και την ιδιωτικότητα των θυμάτων. Ωστόσο, στην απόφαση της 10ης Δεκέμβρη, είπε ότι πλέον το υλικό μπορεί να δημοσιοποιηθεί λόγω του Νόμου για τη Διαφάνεια των Αρχείων Έπσταϊν, τον οποίο υπέγραψε ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ τον περασμένο μήνα. Από εδώ και στο εξής, λοιπόν, τα πρακτικά του σώματος ενόρκων της περιβόητης υπόθεσης, είναι πλέον ελεύθερα προς δημοσίευση.
Ο νόμος, μάλιστα, απαιτεί από το υπουργείο Δικαιοσύνης να δημοσιεύσει το ερευνητικό υλικό σχετικό με τον Έπσταϊν έως τις 19 Δεκεμβρίου, συμπεριλαμβανομένων μη διαβαθμισμένων αρχείων, εγγράφων και επικοινωνιών. Επιτρέπει επίσης στο υπουργείο να παρακρατήσει αρχεία που σχετίζονται με ενεργές ποινικές έρευνες ή θέματα ιδιωτικότητας.
Ο δικαστής Μπέρμαν είναι ο τρίτος ομοσπονδιακός δικαστής που εγκρίνει παρόμοια αιτήματα του υπουργείου Δικαιοσύνης από τότε που θεσπίστηκε ο νέος νόμος. Την Τρίτη, άλλος ένας δικαστής εξέδωσε ανάλογη απόφαση στην υπόθεση της Γκιζλέιν Μάξγουελ, η οποία καταδικάστηκε το 2021 για τον ρόλο της στη διευκόλυνση της κακοποίησης από τον Έπσταϊν.
Κατά τη διάρκεια της δίκης της, οι εισαγγελείς υποστήριξαν ότι η Μάξγουελ στρατολογούσε και προετοίμαζε κορίτσια, μερικά μόλις 14 ετών, μεταξύ 1994 και 2004, πριν αυτά κακοποιηθούν από τον Έπσταϊν. Εκτίει ποινή 20 ετών. Την περασμένη Παρασκευή, δικαστής στη Φλόριντα ενέκρινε διαφορετικό αίτημα για αποσφράγιση πρακτικών σώματος ενόρκων από άλλη έρευνα του 2005 και 2007.
Η κυβέρνηση Τραμπ έχει δεχτεί πίεση επί μήνες σχετικά με τα αρχεία Έπσταϊν. Ο πρόεδρος υπήρξε φίλος του Έπσταϊν, αλλά έχει πει ότι διαφώνησαν στις αρχές της δεκαετίας του 2000, χρόνια πριν από τη σύλληψη του απαξιωμένου χρηματοδότη. Ο Τραμπ, φυσικά, έχει αρνηθεί οποιαδήποτε κατηγορία σε σχέση με τον Έπσταϊν.
Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του 2024, υποσχέθηκε να δημοσιοποιήσει τα αρχεία και στις αρχές του έτους η κυβέρνησή του έδωσε στη δημοσιότητα χιλιάδες σελίδες εγγράφων από την έρευνα, κυρίως αρχεία πτήσεων. Ωστόσο, αξιωματούχοι του υπουργείου Δικαιοσύνης δήλωσαν τον Ιούλιο σε υπόμνημα ότι δεν θα κυκλοφορήσει επιπλέον υλικό. Αυτό προκάλεσε οργή και από τα δύο κόμματα, και οι νομοθέτες εισήγαγαν ψήφισμα που επέβαλε τη δημοσιοποίηση των αρχείων.
Ο Τραμπ, που προηγουμένως απέρριπτε σχετικές εκκλήσεις, υπέγραψε το νομοσχέδιο τον Νοέμβριο, σηματοδοτώντας μεγάλη αλλαγή στάσης.
Η οικογένεια της Βιρτζίνια Τζιουφρέ, θύματος του Έπσταϊν, η οποία αυτοκτόνησε νωρίτερα φέτος, δήλωσε ότι η υπογραφή του νομοσχεδίου από τον Τραμπ ήταν «κάτι πραγματικά μνημειώδες».
Τα αρχεία που πρέπει να δημοσιοποιηθούν αυτό τον μήνα είναι διαφορετικά από τα έγγραφα που είχε δημοσιεύσει η Επιτροπή Εποπτείας της Βουλής, η οποία είχε καλέσει με κλήτευση την περιουσία του Έπσταϊν νωρίτερα μέσα στη χρονιά.
Αυτά τα έγγραφα περιλάμβαναν εικόνες του σπιτιού του Έπσταϊν στις Παρθένες Νήσους των ΗΠΑ, οι οποίες έδειχναν αρκετά υπνοδωμάτια, ένα δωμάτιο με μάσκες στον τοίχο και ένα τηλέφωνο με ονόματα γραμμένα στα κουμπιά ταχείας κλήσης. Πολλά θύματα έχουν καταγγείλει ότι διακινήθηκαν και κακοποιήθηκαν στο νησί, γνωστό ως Little St James, το οποίο ο Έπσταϊν αγόρασε το 1998. Οι εικόνες του 2020 έδειχναν επίσης κάτι που φαίνεται να ήταν οδοντιατρική καρέκλα και ένα άλλο δωμάτιο με μαυροπίνακα όπου ήταν γραμμένες οι λέξεις «αλήθεια», «εξαπάτηση» και «εξουσία».
Ο Δημοκρατικός επικεφαλής της επιτροπής, Ρόμπερτ Γκαρσία, είπε ότι το υλικό δημοσιεύθηκε για να «διασφαλιστεί η δημόσια διαφάνεια».
Οι Ρεπουμπλικανοί, που έχουν την πλειοψηφία στην επιτροπή, κατηγόρησαν τους Δημοκρατικούς ότι δημοσιοποίησαν επιλεκτικές πληροφορίες εκ των προτέρων και ύστερα έδωσαν στη δημοσιότητα επιπλέον έγγραφα.
Πηγή: skai.gr













