
Η υδρολόγος Ελισάβετ Φελώνη, Δρ. ΕΜΠ και διδάσκουσα στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής, χαρακτηρίζει ως ανησυχητική την κατάσταση με το νερό στη χώρα, επισημαίνοντας ότι οι προβλέψεις για ένα ακόμη ξηρό φθινόπωρο φαίνεται να επιβεβαιώνονται, σύμφωνα με τα μοντέλα εποχικής πρόγνωσης.
Όπως τονίζει, μιλώντας στο Αθηναϊκό Πρακτορείο οι ελπίδες για βελτίωση μεταφέρονται πλέον στον χειμώνα, οπότε και οι βροχοπτώσεις του Δεκεμβρίου και των πρώτων μηνών του επόμενου έτους θα είναι καθοριστικές για την επάρκεια των αποθεμάτων.
Η κ. Φελώνη υπογραμμίζει την ανάγκη για μια διαφορετική στρατηγική διαχείρισης του νερού, προτείνοντας έναν δεκαετή οδικό χάρτη με συγκεκριμένα ορόσημα για επενδύσεις σε ύδρευση και άρδευση, καθώς και θεσμικές πρωτοβουλίες, όπως η θέσπιση ορίων στις αδειοδοτήσεις σε νησιά και τουριστικές περιοχές που δέχονται έντονη πίεση κατά τους θερινούς μήνες. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, τα συνολικά αποθέματα των τεσσάρων ταμιευτήρων που τροφοδοτούν την Αττική (Μόρνος, Υλίκη, Εύηνος, Μαραθώνας) ανέρχονται στα 419 εκατ. κυβικά μέτρα (21/9/2025), έναντι μεγαλύτερων ποσοτήτων τα προηγούμενα χρόνια. Ενδεικτικά, μόνο ο Μόρνος διέθετε πρόπερσι την ίδια περίοδο πάνω από 500 εκατ. κυβικά μέτρα, ενώ φέτος περιορίζεται στα 185 εκατ. κυβικά, με την Υλίκη στα 168, τον Εύηνο στα 45 και τον Μαραθώνα στα 19 εκατ. κυβικά μέτρα. Η ετήσια κατανάλωση στην Αττική ξεπερνά τα 400 εκατ. κυβικά, γεγονός που καταδεικνύει τη στενότητα των περιθωρίων.
Η μείωση αυτή αποδίδεται στη διαδοχική εμφάνιση ξηρών υδρολογικών ετών, με περιορισμένες βροχοπτώσεις και ελάχιστα χιόνια, με αποτέλεσμα να μην ανατροφοδοτούνται επαρκώς οι ποταμοί και οι υπόγειοι ταμιευτήρες. Η κατάσταση αυτή οδηγεί την Αττική, όπως και μεγάλο μέρος της Ευρώπης, σε συνθήκες “υδατικού στρες”. Σε ό,τι αφορά τις άμεσες ενέργειες, η ειδικός σημειώνει πως απαιτούνται τόσο μέτρα βραχυπρόθεσμου όσο και μεσοπρόθεσμου χαρακτήρα. Η ΕΥΔΑΠ έχει ήδη προχωρήσει στην ενεργοποίηση γεωτρήσεων, μια λύση που χαρακτηρίζει ως «έκτακτη ανάγκη» και όχι βιώσιμη επιλογή. Παράλληλα, η ενημέρωση και ευαισθητοποίηση του κοινού, αλλά και η ένταξη δράσεων εξοικονόμησης νερού στα σχολεία, μπορούν να συμβάλουν στη μείωση της κατανάλωσης, αποτελώντας κοινωνικά αποδεκτές στρατηγικές σε αντίθεση με πιο «επιθετικές» επιλογές, όπως η αύξηση της τιμής του νερού.
Προβλήματα σε όλη τη χώρα – Ποιοι τομείς κινδυνεύουν περισσότερο
Η κατάσταση δεν είναι ομοιόμορφη σε όλη την Ελλάδα, καθώς κάθε περιοχή αντιμετωπίζει διαφορετικές προκλήσεις. Ενώ σε ορισμένες περιοχές η διαχείριση παραμένει ελεγχόμενη, σε άλλες τα προβλήματα είναι ιδιαίτερα έντονα. Μεγάλες δυσκολίες εντοπίζονται σε περιοχές με ελλιπείς υποδομές, σε όσες βασίζονται αποκλειστικά σε υπόγεια αποθέματα, αλλά και στα άνυδρα νησιά, όπου η αφαλάτωση έχει δώσει λύσεις, όμως το καλοκαίρι η κατανάλωση λόγω τουρισμού μπορεί να υπερτριπλασιαστεί. Αυτό οδηγεί τις εγκαταστάσεις παραγωγής, αποθήκευσης και διανομής στα όριά τους.
Επιπρόσθετα, η λειψυδρία απειλεί περιοχές με έντονη αγροτική δραστηριότητα, όπως η Ανατολική Κρήτη, η Νάξος, η Ηλεία και η Αργολίδα, που τροφοδοτούν την εγχώρια αγορά και τις εξαγωγές με πρώιμα αγροτικά προϊόντα, καθιστώντας το ζήτημα της επάρκειας του νερού εθνικής σημασίας. Η παρατεταμένη ξηρασία των τελευταίων ετών και ο ανεπαρκής εμπλουτισμός των αποθεμάτων τον χειμώνα έχουν εντείνει την πίεση στα υδατικά συστήματα. Οι αυξανόμενες ανάγκες για αγροτική παραγωγή, τουρισμό και οικιακή κατανάλωση αναδεικνύουν τις αδυναμίες της διαχείρισης και τη διαδεδομένη νοοτροπία ότι το νερό είναι απεριόριστο. Η κ. Φελώνη υπογραμμίζει την ανάγκη για έναν δεκαετή οδικό χάρτη με σαφή ορόσημα επενδύσεων και θεσμικών πρωτοβουλιών, αξιοποιώντας τα διαθέσιμα επιστημονικά δεδομένα για ένα δικαιότερο και αποτελεσματικό πλαίσιο διαχείρισης.
Οι κλιματικές αλλαγές και οι επιπτώσεις στην Ελλάδα
Όπως αναφέρει η υδρολόγος, οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής είναι πλέον ορατές σε παγκόσμια κλίμακα, με κάθε περιοχή να εμφανίζει διαφορετικά χαρακτηριστικά. Στη νοτιοανατολική Μεσόγειο και στην Ελλάδα καταγράφεται αύξηση της θερμοκρασίας και μείωση των βροχοπτώσεων και χιονοπτώσεων, με αποτέλεσμα τη μείωση των απορροών και των υπόγειων αποθεμάτων. Ταυτόχρονα, η συχνότητα και η ένταση των ακραίων φαινομένων – καύσωνες, ξηρασίες, πλημμύρες – αυξάνονται, ενισχυόμενες από τη θερμότερη θάλασσα που ευνοεί την ατμοσφαιρική αστάθεια. Υπό αυτές τις συνθήκες, η Ελλάδα βρίσκεται σε άμεσο κίνδυνο, με την ανάγκη ενίσχυσης της ανθεκτικότητας να καθίσταται επιτακτική. Η προσαρμογή απαιτεί συντονισμένες δράσεις σε επίπεδο υποδομών, γεωργίας και αστικής κατανάλωσης, προκειμένου να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά η νέα πραγματικότητα.
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ













