Του Στέφανου Νικολαΐδη
Η δημόσια τοποθέτηση του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών Χακάν Φιντάν – ότι «εσείς λέτε 12, εμείς 6, ελάτε να συζητήσουμε» για τα χωρικά ύδατα και ότι «η μόνιμη ειρήνη στο Αιγαίο είναι εφικτή» – σήμανε μια ρητορική τομή. Για πρώτη φορά σε τόσο υψηλό επίπεδο δεν ακούστηκε ανοικτά ο όρος «casus belli», η επίσημη απειλή πολέμου που εδώ και δεκαετίες αποτελούσε ακρογωνιαίο στοιχείο της τουρκικής διατύπωσης έναντι της επέκτασης των ελληνικών χωρικών υδάτων.
Η στιγμή έχει σημασία: έρχεται σε μια συγκυρία επανατοποθέτησης της Τουρκίας διεθνώς (διπλωματικές επαφές με ΗΠΑ/ΕΕ, ανάγκη για τεχνολογικά/αμυντικά μέσα, και γεωπολιτικές ανακατατάξεις στην Ανατολική Μεσόγειο). Όμως — όπως δηλώνουν αναλυτές — δεν αρκεί ο τόνος για να αποδείξει αλλαγή στρατηγικής. Το ερώτημα που απασχολεί είναι απλό αλλά κρίσιμο: μιλάμε για μια αληθινή μετατόπιση πολιτικής ή για επικοινωνιακό ελιγμό που στοχεύει την εξωτερική εικόνα και τα εσωτερικά πολιτικά παιγνίδια της Άγκυρας;
Δεν είναι η πρώτη φορά που η Άγκυρα επιχειρεί να αλλάξει «γλώσσα». Είναι όμως η πρώτη φορά που το κάνει ορατά σε μια συγκυρία που η ίδια αισθάνεται ισχυρή — κι αυτό αλλάζει τη σημασία των λέξεων.
Από το casus belli στον δημόσιο διάλογο
Το casus belli — έγγραφο ψήφισμα της τουρκικής Εθνοσυνέλευσης το 1995 — ήταν εδώ και χρόνια το ισχυρό επικοινωνιακό και νομικό εργαλείο της Άγκυρας για να αποκρούσει κάθε ελληνική σκέψη περί επέκτασης των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια. Η ρητορική αυτή λειτουργούσε ως «πολιτική ασφάλεια», αλλά και ως μοχλός πίεσης, ιδιαίτερα σε φάσεις έντασης.
Η καινούργια διατύπωση Φιντάν —«ελάτε να τα βρούμε»—, αν και στο επίπεδο του λόγου φαίνεται πιο «ήπια», δεν αποδυναμώνει αυτόματα τις νομικές και στρατηγικές επιλογές της Άγκυρας. Αντιθέτως, ανοίγει παράθυρο τεχνικών/διερευνητικών συζητήσεων που μπορεί να νομιμοποιήσουν θέσεις και διεκδικήσεις υπό την «προστασία» του διαλόγου.
Ο Χακάν Φιντάν δεν είναι «τυχαίος» διανομέας λόγου. Προερχόμενος από το χώρο των μυστικών υπηρεσιών και στενός συνεργάτης της ηγεσίας, ξέρει τι λέει και πότε. Η αλλαγή ρητορικής δείχνει ότι η Τουρκία προσπαθεί να εξισορροπήσει πολλούς παράγοντες ταυτόχρονα: να αποκτήσει πρόσβαση σε τεχνολογίες/όπλα και πολιτική νομιμοποίηση στη Δύση, να πιέσει για οικονομικές/ενεργειακές ευκαιρίες και ταυτόχρονα να μετριάσει το πολιτικό κόστος στο εσωτερικό.
Αυτό που προκύπτει είναι ένα μείγμα εξωτερικής «πρόσκλησης» σε διάλογο και εσωτερικής πολιτικής: ο Φιντάν θέτει ένα νέο αφήγημα που εξυπηρετεί και μια πιθανή μεταβατική διαδρομή εξουσίας στην Τουρκία — χωρίς όμως να δεσμεύει θεσμικά (Εθνοσυνέλευση, νομικά κείμενα) το «κατάλοιπο» της Γαλάζιας Πατρίδας.
Πόση ουσία κρύβει αυτή η «ειρηνική» γλώσσα – Η τουρκική στροφή και οι αμερικανικές πιέσεις
Όπως εξηγεί ο διεθνολόγος Αλέξανδρος Δεσποτόπουλος, σημαντική παράμετρος είναι η αμερικανική διάσταση: οι ΗΠΑ και μεγάλες ενεργειακές εταιρείες (Chevron, ExxonMobil) θέλουν πρόσβαση και σταθερότητα ώστε να επενδύσουν στη Μεσόγειο.
«Η Chevron πήγε ξεκάθαρα σε κομμάτια που επικάθονται στο τουρκολιβυκό μνημόνιο», σημειώνει ο Δεσποτόπουλος — και αυτό ασκεί έμμεση πίεση στην Άγκυρα να αλλάξει τόνο. Παράλληλα, η Τουρκία επιδιώκει να «ξεκλειδώσει» τεχνολογικά/αμυντικά (π.χ. F-35) και διπλωματικά ανοίγματα, αλλά βρίσκει τείχος στην ΕΕ και σε κράτη που συνδέουν θέματα ασφαλείας με σεβασμό σε διεθνείς νομιμότητες.
Η ενεργειακή επανεμφάνιση του Ισραήλ στον χάρτη και η επικείμενη εμπλοκή αμερικανικών εταιρειών εντείνουν την αίσθηση πίεσης στην Άγκυρα — και εξηγούν μέρος της «ήπιας» ρητορικής.
Το αφήγημα Φιντάν, η μπλόφα του casus belli και το εσωτερικό παιχνίδι διαδοχής
Ο καθηγητής Θεωρίας Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Μακεδονίας Σπύρος Λίτσας τοποθετεί το γεγονός στο εσωτερικό πολιτικό πλαίσιο. «Ο Φιντάν χτίζει πολιτικό προφίλ δελφίνου. Δεν πρόκειται για μεταβολή της υψηλής στρατηγικής»
Το μήνυμα του κ. Λίτσα είναι σαφές: το «τέλος του casus belli» που προβάλλεται αποτελεί κατά κύριο λόγο ρητορικό τέχνασμα — μια μπλόφα που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μοχλός διεθνούς νομιμοποίησης ή ως εσωτερικό εργαλείο στην πορεία διαδοχής.
Ο καθηγητής, μάλιστα, προειδοποιεί την Ελλάδα να μην «παγιδευτεί» συζητώντας σε όρους που νομιμοποιούν τουρκικές διεκδικήσεις (π.χ. περιορισμός των 12 μιλίων) και να φέρει την Άγκυρα αντιμέτωπη με την ουσία του δόγματος της «Γαλάζιας Πατρίδας».
Η ελληνική ανάγνωση — Ρεαλισμός χωρίς αυταπάτες
Τέλος, ο καθηγητής Διεθνούς Δικαίου και βουλευτής της ΝΔ Άγγελος Συρίγος κρούει τον κώδωνα της προσοχής. «Αυτό το φαινομενικά αθώο και ήπιο είναι και το πιο ύποπτο από όλα.»
Όπως τονίζει, η Τουρκία λέει τώρα «έλα να συζητήσουμε πώς θα αυξήσεις τα χωρικά σου ύδατα» — αλλά η αύξηση των χωρικών υδάτων είναι μονομερές δικαίωμα και δεν συζητιέται.
Ο κ. Συρίγος επισημαίνει ότι η κίνηση Φιντάν λειτουργεί και ως παγίδα: αν η Ελλάδα μπει σε διαπραγμάτευση «επί των 12», μπορεί να νομιμοποιηθεί μια διαδικασία που τελικά περιορίζει ελληνικά δικαιώματα ή μετατρέπει σε διαπραγματεύσιμα όσα δεν είναι. Παράλληλα, η συμπεριφορά της Άγκυρας απέναντι στο ψευδοκράτος και οι παλινωδίες στην περιοχή δείχνουν ότι η «ήπια» ρητορική συνοδεύεται από επιδιώξεις να μετατραπεί ο διάλογος σε μέσο πίεσης.
Σενάρια που πρέπει να έχει κατά νου η Αθήνα:
- Σενάριο ρεαλιστικής τεχνικής προσέγγισης: Η Τουρκία ανοίγει χώρο για διερευνητικές/τεχνικές συζητήσεις — δυνατότητα να «παγώσουν» εντάσεις σε επίπεδο διαχείρισης κρίσεων. Χρήσιμο για αποκλιμάκωση, αλλά επικίνδυνο αν γίνει πλαίσιο νομιμοποίησης διεκδικήσεων.
- Σενάριο τακτικού ελιγμού: Η Άγκυρα αλλάζει ρητορική για εξωτερική κάλυψη (ΗΠΑ/ΕΕ) και εσωτερική διαχείριση (διαδοχή, εσωτερική νομιμοποίηση). Το casus belli παραμένει «εργαλείο» στο συρτάρι.
- Σενάριο «παγίδα του διαλόγου»: Η συζήτηση μετατρέπεται σε διαπραγμάτευση για θέματα που δεν είναι διαπραγματεύσιμα (μονομερές δικαίωμα επέκτασης), με κίνδυνο να προκύψουν «συμβιβασμοί» σε βάρος της ελληνικής κυριαρχίας.
Ποιος κρατά την πρωτοβουλία και ποια είναι η ελληνική ευκαιρία
Η γλώσσα της Άγκυρας έχει αλλάξει — και αυτό πρέπει να το αξιοποιήσει η ελληνική διπλωματία χωρίς να παρασυρθεί. Η πρόκληση για την Αθήνα είναι διπλή: να μην παγιδευθεί σε διαλόγους που νομιμοποιούν τουρκικές διεκδικήσεις και ταυτόχρονα να αξιοποιήσει κάθε ρήγμα στη διεθνή στήριξη της Τουρκίας (ενεργειακές συμμαχίες, αλλαγές πολιτικής στη Λιβύη, στάση ΕΕ — ΗΠΑ) για να προωθήσει λύσεις που ενισχύουν το Δίκαιο της Θάλασσας και την ελληνική θέση.
Πρακτικά βήματα που επιβάλλονται:
- Να επιμείνει στην τεχνική/νομική τεκμηρίωση των ελληνικών δικαιωμάτων (ναυτικά δίκαια, ΑΟΖ, υφαλοκρηπίδα) και να προωθήσει πολυμερή φόρουμ διαλόγου όπου η συμμετοχή τρίτων (π.χ. ΗΠΑ, ΕΕ, Αίγυπτος, Κύπρος) θα ισχυροποιεί την ελληνική θέση
- Να μην μετατρέψει το casus belli σε «μονάδα» διαπραγμάτευσης — δηλαδή όχι να το αντιμετωπίσει ως γραμμή διαπραγμάτευσης, αλλά να το περιγράψει ως επικοινωνιακή τακτική της Άγκυρας και να ζητήσει θεσμικές εγγυήσεις
- Να αξιοποιήσει τη διεθνή ροή επενδύσεων (ενέργεια) προς όφελος της γεωπολιτικής σταθερότητας, δημιουργώντας «facts on the sea» — όχι με πρόχειρους συμβιβασμούς, αλλά με συμφωνίες που σέβονται το Δίκαιο της Θάλασσας.
Κλείνοντας, η ρητορική του Φιντάν μπορεί να είναι ευκαιρία — αλλά είναι πρώτα απ’ όλα τεστ. Η Ελλάδα πρέπει να το περάσει με ψυχραιμία, νομική επάρκεια και στρατηγική διπλωματία: να καθίσει στο τραπέζι όταν πρόκειται για τεχνικές διαβουλεύσεις που δεν θίγουν μονομερή δικαιώματα, αλλά ταυτόχρονα να μην αφήσει τον διάλογο να μετατραπεί σε διαπραγμάτευση της κυριαρχίας της.
Η γλώσσα της Τουρκίας αλλάζει. Το ερώτημα είναι αν αλλάζει και η πολιτική της — ή απλώς ο τρόπος που τη σερβίρει.
Πηγή: skai.gr