
Η εύθραυστη αρχή της τετραετούς θητείας του Μερτς καταδεικνύει πιθανές ρωγμές στους κόλπους του κυβερνητικού συνασπισμού, τη στιγμή που ο ίδιος καλείται να διαχειριστεί μια σειρά προκλήσεων
Η εκλογή του Φρίντριχ Μερτς στην καγκελαρία, έπειτα από τον αποτυχημένο πρώτο γύρο ψηφοφορίας, ανέδειξε τις βαθιές ρωγμές και την εύθραυστη συνοχή του νέου κυβερνητικού συνασπισμού CDU/CSU – SPD, προκαλώντας ανησυχίες για την πολιτική σταθερότητα της Γερμανίας σε μια κρίσιμη συγκυρία για τη χώρα και την Ευρώπη.
Ο Μερτς εξασφάλισε 325 ψήφους στον δεύτερο γύρο, μόλις εννέα πάνω από το απαιτούμενο όριο των 316. Κατά τον πρώτο γύρο ψηφοφορίας, 18 «αντάρτες» από τον νέο συνασπισμό των Χριστιανοδημοκρατών με τους Σοσιαλδημοκράτες επέλεξαν να στερήσουν την πλειοψηφία από τον επικεφαλής στη μυστική ψηφοφορία, προκαλώντας πολιτική αναστάτωση.
Αν ο Φρίντριχ Μερτς αποτύγχανε να εκλεγεί και στον δεύτερο γύρο, η ισχυρότερη οικονομία της Ευρώπης θα βυθιζόταν σε πολιτική αναταραχή, πυροδοτώντας μια ανοιχτή μάχη διαδοχής ή ακόμη και πρόωρες εκλογές, στις οποίες το αντι-μεταναστευτικό και φιλορωσικό κόμμα AfD αναμενόταν να ενισχυθεί σημαντικά ή και να επικρατήσει.
Ωστόσο, η εύθραυστη αρχή της τετραετούς θητείας του Μερτς καταδεικνύει πιθανές ρωγμές στους κόλπους του κυβερνητικού συνασπισμού, τη στιγμή που ο ίδιος καλείται να διαχειριστεί ένα βαρύ χαρτοφυλάκιο προκλήσεων, εσωτερικών και διεθνών, άνευ προηγουμένου από την επανένωση της Γερμανίας πριν από 35 χρόνια.
Παρά τη νίκη του κόμματός του στις εκλογές του Φεβρουαρίου, ο Φρίντριχ Μερτς αντιμετωπίζει σημαντικό έλλειμμα δημοφιλίας στους κόλπους των Γερμανών ψηφοφόρων, οι οποίοι δείχνουν να δυσπιστούν απέναντι στο συχνά απότομο ύφος του και την ασταθή ιδιοσυγκρασία του.
Δημοσκόπηση που διενεργήθηκε την περασμένη εβδομάδα για λογαριασμό του δημόσιου ραδιοτηλεοπτικού φορέα ZDF έδειξε ότι μόλις το 38% των ερωτηθέντων υποστήριζαν την ανάληψη της καγκελαρίας από τον Μερτς, ενώ το 56% απάντησαν ότι είναι το λάθος πρόσωπο για τη θέση. Ο Μερτς είναι ιδιαίτερα αντιδημοφιλής στους ψηφοφόρους των Σοσιαλδημοκρατών, με το 62% να τον απορρίπτει, γεγονός που αποτέλεσε προειδοποίηση για την καταστροφική πρώτη ψηφοφορία της Τρίτης.
Ο Φρίντριχ Μερτς πίεσε το Κοινοβούλιο να ψηφίσει ένα πακέτο μέτρων για την αυστηροποίηση της μεταναστευτικής πολιτικής, γνωρίζοντας ότι ο μόνος τρόπος για να εγκριθούν ήταν η στήριξη του ακροδεξιού κόμματος Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD). Η κίνηση αυτή παραβίασε ένα διαχρονικό ταμπού στη γερμανική πολιτική ζωή.
Αν και η τακτική αυτή φάνηκε να ενισχύει τον Μερτς και τους Χριστιανοδημοκράτες μεταξύ των ψηφοφόρων που δυσανασχετούν με τη μετανάστευση, τελικά γύρισε μπούμερανγκ. Πρώτον, απέτυχε να περάσει τη σημαντικότερη πρόταση του πακέτου, καθώς μέλη του ίδιου του κόμματός του αντέδρασαν και ψήφισαν κατά.
Δεύτερον, έδωσε «πολιτικά όπλα» στο αριστερό κόμμα Die Linke, το οποίο αξιοποίησε την κοινωνική δυσαρέσκεια και κατέγραψε απροσδόκητα υψηλά ποσοστά στις εκλογές του Φεβρουαρίου. Η ενίσχυση της Αριστεράς αποδυνάμωσε τα κεντροαριστερά κόμματα που ο Μερτς χρειαζόταν για τον σχηματισμό κυβέρνησης. Έτσι, προσήλθε στην κρίσιμη ψηφοφορία της Τρίτης με οριακή πλειοψηφία και όταν έχασε 18 ψήφους από το εσωτερικό του συνασπισμού του, δεν εξελέγη στον πρώτο γύρο.
Η στάση του Μερτς απέναντι στις διαδηλώσεις που ακολούθησαν την επίμαχη ψηφοφορία για τη μετανάστευση ενδέχεται επίσης να του στοίχισε. Αντιμέτωπος με κατηγορίες για συνεργασία με την ακροδεξιά, εκείνος και στελέχη του κατέθεσαν ερώτηση στο Κοινοβούλιο για το καθεστώς φοροαπαλλαγής προοδευτικών οργανώσεων που συμμετείχαν στις διαμαρτυρίες.
Η ενέργεια αυτή εξόργισε προοδευτικούς κύκλους μεταξύ αυτών και Σοσιαλδημοκράτες, οι οποίοι, παρ’ όλα αυτά, επέλεξαν να στηρίξουν τον κυβερνητικό συνασπισμό. Είδαν, όμως, τη στάση του Μερτς ως ξεκάθαρη προσπάθεια εκφοβισμού όσων τον αμφισβητούν.
Η ψηφοφορία της Τρίτης ήταν μυστική, επομένως παραμένει άγνωστο πόσοι Σοσιαλδημοκράτες ψήφισαν κατά του Μερτς και γιατί.
Μπορεί ο Μερτς να επαναφέρει την ισχύ της Γερμανίας;
Σύμφωνα με τον Φρίντριχ Μερτς, οι πρώτες 100 ημέρες της διακυβέρνησής του θα είναι εντελώς διαφορετικές από κάθε προηγούμενη περίοδο. Όπως δήλωσε, η Γερμανία θα «εκτοξευθεί» παρουσιάζοντας σε αυτό το πλαίσιο το υπουργικό του συμβούλιο.
Η υπουργός Οικονομικών Υποθέσεων, Κατερίνα Ράιχε, πρώην διευθύνουσα σύμβουλος στον τομέα της ενέργειας, δεν είναι καν μέλος του κοινοβουλίου, αλλά φαίνεται να γνωρίζει πώς να φέρνει αποτελέσματα. Ο υπουργός Εξωτερικών, Γιόχαν Βάντεφουλ, έχει υιοθετήσει σταθερή στάση υπέρ της Ουκρανίας και φαίνεται να απολαμβάνει διεθνούς αποδοχής. Επιπλέον, το Υπουργείο Άμυνας παραμένει στα χέρια του Μπόρις Πιστόριους, ο οποίος, κατά τη διάρκεια της ταραχώδους θητείας του απερχόμενου καγκελάριου Όλαφ Σολτς, ήταν από τους ελάχιστους που αντιλήφθηκαν την ανάγκη για μια αξιόπιστη στρατιωτική δύναμη στη Γερμανία.
Ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι ολόκληρη η κοσμοθεωρία του Μερτς, και η ρητορική του προς τους ψηφοφόρους, άλλαξε δραστικά στη μέση της προεκλογικής του εκστρατείας, όπως σημειώνει το Politico. Ενώ στην αρχή επικεντρωνόταν στη λιτότητα, πλέον εμφανίζεται αποφασισμένος να οδηγήσει τη Γερμανία έξω από την κρίση μέσω κρατικών δαπανών. Και ενώ αρχικά έδινε την εντύπωση πως ενδέχεται να μιμηθεί ορισμένες πολιτικές του Τραμπ, παρουσιάζοντας την εικόνα του συντηρητικού «άνδρα των αγορών», τώρα εμφανίζεται υπέρμαχος της φιλελεύθερης δημοκρατίας απέναντι στον αυταρχισμό.
Η θεαματική αυτή στροφή οφείλεται στην περιβόητη ομιλία του Αντιπροέδρου των ΗΠΑ, Τζέι Ντι Βανς, στη Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου κατά την οποία η Ευρώπη συνειδητοποίησε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι πλέον απαραίτητα εταίρος της, αλλά ίσως και εν δυνάμει αντίπαλος.
Το κρίσιμο ερώτημα που τίθεται είναι πώς θα αξιοποιήσει η νέα κυβέρνηση το δημοσιονομικό «δώρο» που έχει στα χέρια της, έναν έξτρα προϋπολογισμό ύψους 500 δισεκατομμυρίων ευρώ, με στόχο τον εκσυγχρονισμό της φθαρμένης υποδομής της χώρας και την ενίσχυση των στρατιωτικών δαπανών, τα οποία όμως κάποια στιγμή θα πρέπει να αποπληρωθούν.
Αυτά τα πρόσθετα κεφάλαια πιθανότατα θα επιτρέψουν στη Γερμανία να εξέλθει από την ύφεση. Ωστόσο, παρότι ορισμένες αυτοκινητοβιομηχανίες της χώρας ενδέχεται να αναδιαμορφώσουν γρήγορα εργοστάσιά τους για την παραγωγή στρατιωτικού εξοπλισμού — κάτι που είναι απολύτως αναγκαίο — συνολικά η Γερμανία εξακολουθεί να δυσκολεύεται να υιοθετήσει την ψηφιακή τεχνολογία. Ένα νέο υπουργείο έχει συσταθεί με αποκλειστικό σκοπό την ψηφιακή μετάβαση, ωστόσο το κατά πόσον θα καταφέρει να διαρρήξει τις παγιωμένες γραφειοκρατικές πρακτικές θα αποτελέσει το απόλυτο τεστ αξιοπιστίας.
Αν και η απαισιοδοξία και η αυτό-υποτίμηση είναι σχεδόν εθνικά χαρακτηριστικά στη Γερμανία, ο Μερτς φαίνεται αποφασισμένος να αποδείξει στους συμπατριώτες του ότι κάνουν λάθος.
Πηγή: skai.gr