Η 14η Σεπτεμβρίου έχει καθιερωθεί από το 1998 στην Ελλάδα ως Ημέρα Εθνικής Μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης, ενώ γενοκτονία των Ελλήνων πραγματοποιήθηκε παράλληλα με γενοκτονίες σε βάρος και άλλων χριστιανικών πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δηλ. των Αρμενίων και των Ασσυρίων.
Με αφορμή την σημεριινή Ημέρα Μνήμης, το ΑΠΕ-ΜΠΕ δημοσιεύει βιώματα, ιστορίες και μαρτυρίες της 2ης και 3ης γενιάς προσφύγων, όπως τις έχει καταγράψει και διασώσει, η Αναγνωστική Εταιρία Κέρκυρας στο σημαντικό ερευνητικό της έργο, «Από την Ιωνία στο Ιόνιο: Πρόσφυγες στην Κέρκυρα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή».
Στο πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος συλλέχθηκαν συνολικά 62 νέες προφορικές μαρτυρίες, με τις «μεταμνήμες» των απογόνων των προσφύγων που ζουν σήμερα στην Κέρκυρα, αλλά και σε άλλα μέρη όπου εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες, οι οποίοι είχαν περάσει αρχικά από το νησί».
Οι απόγονοι των προσφύγων θυμούνται όσα έζησαν μαζί με τους δικούς τους, τα τραγούδια τις ιστορίες που τους διηγούνταν, τις μυρωδιές της Ανατολής στην κουζίνα αλλά και την κουλτούρα τους, τις αρχές και τις αξίες, που έλαβαν από εκείνους και είναι σήμερα για αυτούς, πολύτιμη κληρονομιά.
Νοσταλγούν τα αγαπημένα τους πρόσωπα, τους γονείς τους, τους παππούδες τους, θυμούνται όσα έζησαν μαζί τους, όσα μοιράστηκαν στην οικογένεια στα προσφυγόσπιτα, τις αφηγήσεις τους για τις χαμένες πατρίδες, που στις περισσότερες φορές αντικατέστησαν τα παραμύθια, την καινούργια ζωή στη νέα πατρίδα.
Οι δεκάδες μαρτυρίες αποκαλύπτουν άγνωστες πτυχές των γεγονότων και παράλληλα, ιχνηλατούν το ιστορικό τραύμα του ξεριζωμού, έως τις μέρες μας.
«Εμείς σαν παραμύθια είχαμε τις ιστορίες της Μικρασιατικής καταστροφής. Μπορεί λίγο να μας μαύριζε την ψυχή, από την άλλη, βέβαια, ήταν ίσως για αυτούς ανάγκη …θέλανε να το πούνε…». Είναι τα λόγια της κ. Κατερίνας Κυριαζοπούλου – Ορφανίδου, απόγονου 3ης γενιάς προσφύγων από τις περιοχές Τιγκελτζίκ, Μπάφρα, Αμάσεια της Μικράς Ασίας.
«Αυτό που εγώ θυμάμαι, δική μου πλέον μαρτυρία -,ότι ο παππούς μου πέθανε το ΄84 και μέχρι και μία εβδομάδα πριν πήγαινε και έβαζε αγγελία στον Ερυθρό Σταυρό για να ψάξει να βρει τι έγινε ο αδερφός του, ο δίδυμος» περιγράφει η κ. Μαρία – Ελένη Ανδρεαδάκη, απόγονος 3ης γενιάς προσφύγων από την Κωνσταντινούπολη, που δεν ξεχνά την αγωνία του παππού της, για τον αδελφό που έχασε στον ξεριζωμό.
Ο Ιωάννης- Γιάγκος Καλαιτζόγλου, απόγονος 2ης γενιάς από το Μεγαλοχώρι Σύλλης και Κυλινδρα Σελεύκειας, καταθέτει: «Πάντα θα θυμάμαι τα παιδικά μου χρόνια, την αγάπη, την αλληλεγγύη, τη φροντίδα μεταξύ των προσφυγικών οικογενειών, αλλά και τις σχέσεις και τον σεβασμό με τους ντόπιους…..».
Για την Εριφύλη Χυτήρη, απόγονο 3ης γενιάς από το Τσανάκκαλε Μ. Ασίας και την Κωνσταντινούπολη, η κουζίνα της γιαγιάς ήταν μοναδική. «Το μαντί που έφτιαχνε η γιαγιά μου είναι μια πίτα με φύλλο, κιμά και λίγο ρυζάκι, το οποίο το κάνανε στριφτό την Πρωτοχρονιά… το έφτιαχναν και συνεχίζω και εγώ να το φτιάχνω… όλο μπαχαρικά, μυρίζει ο τόπος μαστίχα, κανέλλα και γαρύφαλλο…»
Η Κέρκυρα, μολονότι ως νησί, διέθετε περιορισμένες δυνατότητες, από τον Δεκέμβριο του 1922 έγινε τόπος υποδοχής και προσωρινής περίθαλψης των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής. Στην απογραφή του 1923, καταγράφονται 10.006 πρόσφυγες στο νησί. Βέβαια, σε αρχεία της Νομαρχίας Κερκύρας, τα οποία διασώθηκαν και τον τοπικό Τύπο, γίνεται λόγος για ομαδικές αφίξεις προσφύγων και τους επόμενους μήνες, μετά και την υπογραφή της Σύμβασης περί ανταλλαγής των ελληνικών και τούρκικων πληθυσμών.
Για την προσωρινή στέγαση των προσφύγων που βρέθηκαν στην Κέρκυρα, επιτάχθηκαν δημόσια και ιδιωτικά κτίρια ενώ έγιναν προσπάθειες για μεταφορά προσφύγων και σε κάποια χωριά της υπαίθρου. Βέβαια, ο κύριος όγκος των προσφύγων εγκαταστάθηκε στο Παλαιό Φρούριο, το οποίο διέθετε χώρους, που μπορούσαν να φιλοξενήσουν ένα τόσο μεγάλο αριθμό ατόμων.
Ο Ιωάννης-Γιάγκος Καλαϊτζόγλου, ο οποίος στήριξε από την πρώτη στιγμή το συγκεκριμένο ερευνητικό έργο και μοιράστηκε λίγο πριν φύγει από τη ζωή τις αναμνήσεις του, διέσωσε και τη δραματική εμπειρία της μητέρας του, η οποία βρίσκονταν στο Παλαιό Φρούριο κατά τον βομβαρδισμό της Κέρκυρας από τις ιταλικές δυνάμεις τον Αύγουστο του 1923.
«Το δωμάτιο της γιαγιάς στο Παλαιό Φρούριο, έβλεπε προς το λιμάνι όπου βρίσκονταν ιταλικά πλοία που βομβάρδιζαν την Κέρκυρα. Ήταν 31 Αυγούστου του 1923. Ο ιταλικός στόλος βομβάρδιζε του Φρούριο. Μόλις η γιαγιά άκουσε να πέφτουν οβίδες δίπλα τους, ανέβηκε σε ένα σκαμνί για να ανάψει το καντήλι της Παναγίας. Το σκαμνί το κρατούσε η μητέρα μου. Μία από τις οβίδες των πλοίων πέρασε το ανοιχτό παραθύρι, και έκοψε το κεφάλι της γιαγιάς μπροστά στα ματάκια της μανούλας μου. Σήμερα, σε ένα κενοτάφειο στο Α΄ Νεκροταφείο Κέρκυρας έχουμε και τους πρόσφυγες που σκοτώθηκαν σε εκείνο το άδικο μακελειό».
Οι περιορισμένες δυνατότητες μόνιμης αποκατάστασης στο νησί αποτέλεσαν την κύρια αιτία για τη μετεγκατάσταση των προσφύγων σε άλλα μέρη της Ελλάδας. Όπως σχολιάζει ο κ. Πουλιάσης, μονάχα ένας μικρός αριθμός εξ αυτών εγκαταστάθηκε οριστικά στην Κέρκυρα, όπου μέχρι και σήμερα ζουν αρκετοί απόγονοί τους. Σύμφωνα με τα στοιχεία της απογραφής του 1928, στην Κέρκυρα υπήρχαν 2.227 πρόσφυγες, ενώ σε κατάλογο του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών του έτους 1957, σχετικό με τους διαμένοντες στους προσφυγικούς συνοικισμούς του νησιού, καταγράφονται 870 άτομα. Ο μικρός αριθμός των προσφύγων που εγκαταστάθηκαν τελικά στο νησί φαίνεται ότι συνέβαλε στη γρήγορη ένταξη και αφομοίωσή τους.
Αξίζει να σημειωθεί, ότι μέσω του εν λόγω ερευνητικού προγράμματος, ήρθαν σε επικοινωνία και ανέπτυξαν σχέσεις αρκετοί απόγονοι προσφύγων, άνθρωποι με κοινές μνήμες, εμπειρίες και βιώματα.
Πηγή: skai.gr