Τα προβλήματα στην οικονομία, η αμφισβήτηση του μοντέλου ανάπτυξης, η ενίσχυση του λαϊκισμού και οι εξωτερικές απειλές, συνθέτουν εικόνα απαισιοδοξίας
Η Γερμανία γιορτάζει σήμερα 35 χρόνια επανένωσης, εν μέσω δυσπιστίας και δυσαρέσκειας. Τα προβλήματα στην οικονομία, η αμφισβήτηση του γερμανικού μοντέλου ανάπτυξης, η ενίσχυση του λαϊκισμού και οι εξωτερικές απειλές, συνθέτουν εικόνα απαισιοδοξίας, η οποία διαπερνά και «ενώνει» Ανατολή και Δύση.
Στο τελευταίο DeutschlandTrend για λογαριασμό του πρώτου καναλιού της γερμανικής δημόσιας τηλεόρασης ARD, το 61% των ερωτηθέντων δηλώνει «ικανοποιημένο» και «πολύ ικανοποιημένο» από την γερμανική επανένωση, ενώ το 34% εκφράζει αντίθετη γνώμη. Στα θετικά σημεία της επανένωσης, το 29% αναφέρει την ελευθερία μετακίνησης, την πτώση του Τείχους και την επανένωση οικογενειών, το 22% τονίζει το γεγονός ότι οι Γερμανοί έγιναν και πάλι «ένας λαός» και το 17% αναδεικνύει ως θετικότερο στοιχείο την εμπέδωση της δημοκρατίας, το τέλος της δικτατορίας και την πολιτική ελευθερία. Τα οικονομικά οφέλη από την επανένωση αγγίζουν μόλις το 11% των ερωτηθέντων.
Ταυτόχρονα, στους τομείς που βελτιώθηκαν με την επανένωση της χώρας, η συγκρίσιμη ευημερία (μισθοί, συντάξεις) βρίσκεται στην κορυφή με 25%, αλλά μόλις το 8% θεωρεί ότι έχουν επιτευχθεί συγκρίσιμες συνθήκες στην αγορά εργασίας και ακόμη λιγότεροι (4%) ότι εκπροσωπούνται δίκαια σε ηγετικές θέσεις του κράτους και των επιχειρήσεων οι προερχόμενοι από την πρώην Ανατολική Γερμανία.
«Ενωμένοι» φαίνονται όμως οι Γερμανοί από Ανατολή μέχρι Δύση στην απογοήτευσή τους από την κατάσταση της χώρας. Σε έρευνα του Ινστιτούτου MENTE>FACTUM αναδεικνύεται ότι πολύ λίγοι θεωρούν πλέον ότι η Γερμανία βρίσκεται «στον σωστό δρόμο». Την μεγαλύτερη απήχηση έχει η πολιτική για την εσωτερική ασφάλεια, με 21%, ενώ η ψηφιακή πολιτική και η πολιτική καινοτομίας πείθουν μόνο το 14% των πολιτών και η πολιτική στέγης και κατασκευών μόλις τον έναν στους οκτώ.
«Η Γερμανία είναι διχασμένη με έναν νέο τρόπο: ανάμεσα σε πάρα πολλούς απαισιόδοξους και σε λίγους που εξακολουθούν να πιστεύουν στο μέλλον μας. Μεταξύ της φανατικής αριστεράς και της ακροδεξιάς. Το πολιτικό κέντρο είναι επικίνδυνα αδύναμο», σχολιάζει στην BILD o επικεφαλής του Ινστιτούτου Κλάους-Πέτερ Ζέπνερ και αναδεικνύει την δυσπιστία των πολιτών έναντι του σημερινού κυβερνητικού συνασπισμού και της ικανότητάς του να υπερβεί τα κομματικά-ιδεολογικά στεγανά του. «Τα κρίσιμα ερωτήματα για το μέλλον φαίνονται άλυτα μπροστά σε δύο ισχυρά μπλοκ: αστικός φιλελευθερισμός ή κοινωνικό πρόσημο; Προσωπική ή συλλογική ευθύνη; Απελευθέρωση ή ρύθμιση; Και πάνω από όλα, υψώνεται το διχαστικό ερώτημα: Μπορούν οι μεταρρυθμίσεις στην Γερμανία να επιτευχθούν χωρίς συνεργασία με την Εναλλακτική για την Γερμανία (AfD);», διερωτάται ο κ. Ζέπνερ.
Το 22% εκτιμά ότι μόνο η Χριστιανική Ένωση (CDU/CSU) διαθέτει αξιόπιστα σχέδια για το μέλλον. Το 10% των πολιτών δηλώνει ότι εμπιστεύεται περισσότερο τις ιδέες του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD) και άλλο τόσο τις προτάσεις των Πρασίνων. Ο επικεφαλής της έρευνας σημειώνει επίσης ότι SPD και Πράσινοι δεν αντιλαμβάνονται ότι η Γερμανία εγκαταλείπει τους σοσιαλδημοκρατικούς και τους πράσινους στόχους, καθώς ακόμη και στο εσωτερικό των κομμάτων επικρατούν πλέον όλο και πιο συντηρητικές φωνές. Ενδεικτικά, συνολικά το 52% τάσσεται υπέρ της περικοπής κοινωνικών παροχών προκειμένου να περιοριστεί το βάρος στην οικονομία και το 55% υποστηρίζει την επαναφορά της υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας.
Στην ίδια έρευνα, το 85% των ερωτηθέντων υποστηρίζει την εισαγωγή υποχρεωτικών εκπαιδευτικών δομών προσχολικής ηλικίας για τα παιδιά που δεν μιλούν επαρκώς την γερμανική γλώσσα, το 79% ζητά αυστηρότερο έλεγχο στην υποχρεωτική φοίτηση στο σχολείο, ενώ το 75% τάσσεται υπέρ της απαγόρευσης των κινητών τηλεφώνων στο σχολείο μέχρι το γυμνάσιο. Στους θεσμούς, η αστυνομία διατηρεί την εμπιστοσύνη του 46%, ενώ το δημόσιο σύστημα υγείας δηλώνει ότι εμπιστεύεται το 31%, τις περιβαλλοντικές οργανώσεις το 25% και μόνο το 17% την ομοσπονδιακή κυβέρνηση.
«Με απλά λόγια: Η δημοκρατία μας απειλείται περισσότερο από ποτέ από ισχυρές περιθωριακές ομάδες και την διχόνοια στο κέντρο. Αλλά δεν υπάρχει εναλλακτική λύση από την αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ πολιτών και κράτους (…) Δεν είναι το ισχυρό, παρεμβατικό κράτος που πρέπει να γίνει το μοντέλο μας, αλλά το αποτελεσματικό, με συναίσθηση του κόστους και προσανατολισμό στις λύσεις κράτος – προκειμένου η καταρρέουσα Γερμανία να μπορέσει για μία κόμη φορά να γίνει μια Γερμανία κοινής λογικής», υποστηρίζει ο κ. Σέπνερ.
Σε διαφορετικό τόνο, ο καθηγητής Ντιρκ Όσμαν, ένας από τους καλύτερους «αναλυτές της γερμανικής ψυχής», όπως τον περιγράφει η Handelsblatt, εστιάζει στα τραύματα Ανατολής και Δύσης, στις διακρίσεις σε βάρος των πρώην ανατολικών κρατιδίων και στις ποσοστώσεις για την διοίκηση. Αναφερόμενος στο υπό σχεδιασμό «Κέντρο για το Κέντρο Μέλλοντος για την Γερμανική Ενότητα και τον Ευρωπαϊκό Μετασχηματισμό» που θα ιδρυθεί στο Χάλε, ο κ. Όσμαν επισημαίνει ότι τέτοιοι θεσμοί έχουν καθυστερήσει πολύ στα νέα ομόσπονδα κρατίδια. «Οι Ανατολικογερμανοί εξακολουθούν να υποεκπροσωπούνται σοβαρά στις ελίτ. Υπάρχει έλλειψη συμμετοχής παντού. Αυτό πρέπει να αλλάξει, εάν η χώρα θέλει να αναπτυχθεί πραγματικά ενωμένη. Από την άλλη πλευρά, η Ανατολή πρέπει να αναλάβει μεγαλύτερη ευθύνη για τον εαυτό της και να εκμεταλλευτεί τις ευκαιρίες. Είναι θέμα δούναι και λαβείν», εξηγεί ο καθηγητής.
Τα τραύματα μεταξύ των πρώην δύο λαών παραμένουν σε μεγάλο βαθμό ανοιχτά και εξηγούν εν πολλοίς και την απήχηση της ακροδεξιάς στην Ανατολή, η οποία παραμένει μειονεκτούσα, με πολλούς από τους ανθρώπους της να πιστεύουν ότι η επανένωση επιδείνωσε την κατάστασή τους σε όλα τα επίπεδα και τους κατέστησε πολίτες β’ κατηγορίας. ‘Αλλωστε, όπως λέει ο Ντιρκ Όσμαν, ένας στους πέντε Δυτικογερμανούς δεν έχει επισκεφθεί ποτέ τα ανατολικά κρατίδια.
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ
Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.
Αξίζει να διαβάσετε δημοφιλείς ειδήσεις στο skai.gr
<!– Exit Bee Code Snippet for skai.gr