
Δεν υπάρχουν προφανή νομισματικά ή άλλα πλεονεκτήματα για τις ΗΠΑ στο Κασμίρ που θα μπορούσαν να τραβήξουν την προσοχή του Ντόναλντ Τραμπ
Η βίαιη κρίση μεταξύ της Ινδίας και του Πακιστάν είναι ακριβώς το είδος της διεθνούς έκτακτης κρίσης που κάποτε θα προκαλούσε μια πλήρη διπλωματική προσπάθεια των ΗΠΑ να κατευνάσουν τα πνεύματα και να αποτρέψουν έναν ευρύτερο πόλεμο.
Αλλά αυτή η τελευταία σύγκρουση για το Κασμίρ και πέραν αυτού, την αμφισβητούμενη περιοχή με μουσουλμανική πλειονότητα, μπορεί να αποτελέσει μια δοκιμασία για την κυβέρνηση Τραμπ, σύμφωνα με το CNN.
Ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ κράτησε την Τρίτη μια παθητική αρχική στάση για τις συγκρούσεις, που προκλήθηκαν από μια τρομοκρατική επίθεση εναντίον Ινδών τουριστών, για την οποία το Νέο Δελχί κατηγορεί τους υποστηριζόμενους από το Πακιστάν μαχητές. «Είναι ντροπή», δήλωσε ο Τραμπ. «Ελπίζω απλώς να τελειώσει γρήγορα». Την Τετάρτη, προχώρησε λίγο παραπέρα, προσφέροντας τις καλές του υπηρεσίες χωρίς να δείξει ιδιαίτερο ενθουσιασμό για να εμπλακεί. «Τα πάω καλά και με τους δύο, γνωρίζω και τους δύο πολύ καλά και θέλω να τους δω να τα βρίσκουν», είπε ο Τραμπ. «Ελπίζω ότι μπορούν να σταματήσουν τώρα. … Αν μπορώ να κάνω κάτι για να βοηθήσω, θα είμαι εκεί».
Ο υπουργός Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο έχει έρθει σε επαφή με κορυφαίους αξιωματούχους της Ινδίας και του Πακιστάν τις τελευταίες εβδομάδες – και μετά τα χτυπήματα της Ινδίας βαθιά μέσα στο πακιστανικό έδαφος την Τρίτη, σύμφωνα με το Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Αλλά δεν υπάρχει μέχρι στιγμής καμία ένδειξη για μια διευρυμένη προσπάθεια των ΗΠΑ να συντονίσουν τη διεθνή διαμεσολάβηση ή τη διαχείριση της κρίσης.
Αυτό μπορεί να οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι δεν έχει ακόμα η στιγμή για διπλωματία, καθώς όλοι αναμένουν μια κλιμάκωση και από τις δύο πλευρές. Ενώ ο ισχυρισμός του Πακιστάν ότι κατέρριψε πέντε ινδικά αεροσκάφη μπορεί να υποδηλώνει ότι έχει κάνει την απάντησή του, οι ηγέτες της χώρας έχουν δεσμευτεί να αντεπιτεθούν στις ινδικές στρατιωτικές εγκαταστάσεις.
Η αντίδραση των ΗΠΑ θα παρακολουθείται στενά τις επόμενες ημέρες, επειδή η δεύτερη κυβέρνηση Τραμπ έχει πετάξει στα σκουπίδια το εγχειρίδιο της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, αφήνοντας ένα κενό εκεί όπου κάποτε λειτουργούσε η ηγεσία των ΗΠΑ.
Ο Τραμπ έχει ελάχιστο ενδιαφέρον για τη δημιουργία διεθνών συμμαχιών και την ενεργοποίηση των συμμαχιών των ΗΠΑ για την επιδίωξη κοινών στόχων. Είναι πιο πρόθυμος να επιδείξει την οικονομική και στρατιωτική ισχύ των ΗΠΑ για να χειραγωγήσει μικρότερα έθνη προς όφελος της Αμερικής και δεν βλέπει μεγάλη διαφορά μεταξύ συμμάχων και αντιπάλων στη στενή κοσμοθεωρία του.
Ενώ ο Τραμπ έχει αναγάγει την ειρήνευση σε ακρογωνιαίο λίθο της νέας του θητείας, οι προσπάθειές του για την αποκλιμάκωση των παγκόσμιων θερμών σημείων, καθώς μαίνονται πόλεμοι στην Ουκρανία και τη Γάζα, έχουν σημειώσει μικρή πρόοδο. Εν τω μεταξύ, ο ισχυρισμός του ότι οι αντάρτες Χούθι στην Υεμένη δεσμεύτηκαν να σταματήσουν τις επιθέσεις στη διεθνή ναυτιλία μετά τις αεροπορικές επιδρομές των ΗΠΑ δεν έχει ακόμη επαληθευτεί.
Οι διπλωματικές πιέσεις του Τραμπ στην Ουκρανία και για τον πόλεμο του Ισραήλ στη Γάζα, με επικεφαλής τον άπειρο διπλωματικά απεσταλμένο του Στιβ Γουίτκοφ, περιείχαν επίσης συναλλακτικές προσπάθειες για να αποσπάσει οικονομικά ή άλλα πλεονεκτήματα για τις ΗΠΑ. Πίεσε την κυβέρνηση του Κιέβου να υπογράψει συμφωνία για την εκμετάλλευση των σπάνιων γαιών. Παράλληλα, ο Τραμπ οραματίστηκε την απομάκρυνση των Παλαιστινίων από τη Γάζα – σε μια πράξη που θα ισοδυναμούσε με μια νεοαποικιακή πράξη εθνοκάθαρσης – ώστε οι Ηνωμένες Πολιτείες να μπορέσουν να οικοδομήσουν «τη Ριβιέρα της Μέσης Ανατολής». Δεν υπάρχουν προφανή νομισματικά ή άλλα πλεονεκτήματα για τις ΗΠΑ στο Κασμίρ που θα μπορούσαν να τραβήξουν την προσοχή του Τραμπ.
Οι επιτυχείς παγκόσμιες ειρηνευτικές προσπάθειες των ΗΠΑ στο παρελθόν – συμπεριλαμβανομένης της προσπάθειας του Προέδρου Τζίμι Κάρτερ για την επίτευξη ειρηνευτικών συμφωνιών μεταξύ Ισραήλ και Αιγύπτου και του τερματισμού του πολέμου στην πρώην Γιουγκοσλαβία από τον Πρόεδρο Μπιλ Κλίντον – χρεια΄στηκαν μήνες και χρόνια αργής οικοδόμησης εμπιστοσύνης και έντονης διπλωματίας σε χαμηλότερα επίπεδα. Τους τελευταίους τρεις μήνες δεν υπήρξε καμία ένδειξη ότι ο Τραμπ έχει κίνητρο να οργανώσει μια παρόμοια στρατηγική σε βάθος χρόνου σε οποιαδήποτε υφιστάμενη σύγκρουση, πόσο μάλλον στη Νότια Ασία.
Ο Tim Willasey-Wilsey του Royal United Services Institute στο Λονδίνο δήλωσε στο CNN ότι οι ΗΠΑ είχαν διαδραματίσει ηγετικό ρόλο στο πάγωμα των κρίσεων για το Κασμίρ, μεταξύ άλλων το 2000, το 2008 και το 2019, αλλά ίσως να μην είναι πλέον τόσο πρόθυμες. «Έχουμε τώρα έναν πρόεδρο στον Λευκό Οίκο που λέει ότι δεν θέλει να είναι ο αστυνόμος του κόσμου», δήλωσε ο Willasey-Wilsey, πρώην Βρετανός διπλωμάτης. «Και επίσης είναι πιθανώς πιο συμπαθής προς τον (Ινδό) πρωθυπουργό (Ναρέντρα) Μόντι παρά προς τους Πακιστανούς».
Γιατί η Ουάσινγκτον πάντα προσπαθούσε να τερματίσει τη βία στο Κασμίρ
Το Κασμίρ είναι μια περιοχή στα βορειοδυτικά της ινδικής υποηπείρου και συνορεύει με το Αφγανιστάν, την Κίνα, την Ινδία και το Πακιστάν. Τόσο η Ινδία όσο και το Πακιστάν διεκδικούν το σύνολό του και η καθεμία ελέγχει έναν τομέα που χωρίζεται από ένα τεταμένο σύνορο, γνωστό ως Γραμμή Ελέγχου. Η Κίνα ελέγχει ένα τρίτο κομμάτι του Κασμίρ.
Το φυτίλι για δεκαετίες συγκρούσεων έβαλε η αποικιοκρατική δύναμη της Βρετανίας στα τέλη της δεκαετίας του 1940, η οποία χώρισε την Ινδία σε δύο ξεχωριστά έθνη: τη σύγχρονη Ινδία, η οποία είναι κυρίως ινδουιστική, και το Πακιστάν με μουσουλμανική πλειονότητα. Έκτοτε, οι αντίπαλοι έχουν διεξαγάγει τρεις πολέμους για το Κασμίρ. Κατά το τελευταίο τέταρτο του αιώνα, υπήρξαν επίσης πολλές μικρότερες αψιμαχίες και αναζωπυρώσεις για την περιοχή.
Στην πιο ανησυχητική περίπτωση, ο Κλίντον παρενέβη στη σύγκρουση του Kargil το 1999 εν μέσω ανησυχιών στην κοινότητα των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών ότι ο πόλεμος θα μπορούσε να διευρυνθεί και να εξελιχθεί σε μια καταστροφική πυρηνική σύγκρουση μεταξύ δύο δυνάμεων που είχαν πρόσφατα δοκιμάσει και οι δύο ατομικά όπλα. Τα τελευταία χρόνια, το Πακιστάν και η Ινδία έχουν μετριάσει την πυρηνική ρητορική ακόμη και σε περιόδους έντασης για το Κασμίρ. Και καθώς γίνονται πιο ώριμες πυρηνικές δυνάμεις, οι φόβοι για έναν καταστροφικό πόλεμο με όπλα μαζικής καταστροφής έχουν ενισχυθεί.
Παρόλα αυτά, η Ουάσινγκτον είχε το σκεπτικό ότι η αποτροπή της επιδείνωσης της σύγκρουσης στο Κασμίρ αξίζει την προσοχή των ΗΠΑ. Αυτό συνέβη στην πρώτη κυβέρνηση Τραμπ, όταν ο τότε υπουργός Εξωτερικών Μάικ Πομπέο παρενέβη για να εκτονώσει την αντιπαράθεση μεταξύ των αντιπάλων για το Κασμίρ πριν από έξι χρόνια. «Δεν νομίζω ότι ο κόσμος γνωρίζει σωστά πόσο κοντά έφτασε η αντιπαλότητα Ινδίας-Πακιστάν στο να εξελιχθεί σε πυρηνική σύγκρουση τον Φεβρουάριο του 2019», έγραψε ο Πομπέο στα απομνημονεύματά του, με τίτλο “Never Give an Inch”.
Ο κόσμος τώρα κρατάει την αναπνοή του για την επόμενη πιθανή κλιμάκωση για το Κασμίρ. Η Ινδία δικαιολόγησε τις επιθέσεις της με πυραύλους στο ελεγχόμενο από το Πακιστάν Κασμίρ και το ίδιο το Πακιστάν υποστηρίζοντας ότι χτυπούσε στρατόπεδα τρομοκρατών μετά την επίθεση εναντίον κυρίως ινδουιστών τουριστών που επέφεε τον θάνατο τουλάχιστον έξι ανθρώπων στο ελεγχόμενο από την Ινδία Κασμίρ τον περασμένο μήνα.
https://www.skai.gr/news/greece/pyrayliki-epithesi-apo-tin-india-stous-31-oi-nekroi-tou-pakistan. Ο πρωθυπουργός του Πακιστάν Σεχμπάζ Σαρίφ προειδοποίησε σε εθνικό διάγγελμα ότι «ίσως νόμιζαν ότι θα υποχωρούσαμε, αλλά ξέχασαν ότι … αυτό είναι ένα έθνος γενναίων ανθρώπων».
Το ενδεχόμενο περαιτέρω κλιμάκωσης από την Ινδία θα αυξηθεί αν πιστέψει ότι πρέπει να απαντήσει στις νέες επιθέσεις του Πακιστάν. Τα πολιτικά κίνητρα για κάτι τέτοιο είναι ενισχυμένα επειδή η τρομοκρατική επίθεση και η απώλεια ινδικών αεροσκαφών αποτελούν προσωπική ήττα για τον Μόντι. Το CNN επιβεβαίωσε την κατάρριψη ενός ινδικού αεροσκάφους γαλλικής κατασκευής.
Μια νέα κρίση σε έναν κόσμο που αλλάζει
Εκτός από την επιφυλακτικότητα της κυβέρνησης Τραμπ να διαδραματίσει έναν παραδοσιακό παγκόσμιο ηγετικό ρόλο των ΗΠΑ, υπάρχουν και άλλοι λόγοι για τους οποίους οι διπλωματικές στρατηγικές του παρελθόντος μπορεί να είναι λιγότερο αποτελεσματικές σε μια πιο κατακερματισμένη και ασταθή παγκόσμια τάξη.
Ένας από τους αντίκτυπους της κρίσης του Kargil το 1999 ήταν να φέρει τις Ηνωμένες Πολιτείες πιο κοντά στην Ινδία, ένα όλο και πιο ισχυρό, διεκδικητικό και πλούσιο έθνος. Κάθε κυβέρνηση έκτοτε ακολούθησε το παράδειγμα του Κλίντον. Και ο Τραμπ είναι προσωπικά και πολιτικά κοντά στον Μόντι.
Η σοκαριστική φύση των επιθέσεων εναντίον άοπλων τουριστών στο Κασμίρ έχει επίσης προκαλέσει συμπάθεια για την Ινδία – όχι μόνο στην Ουάσιγκτον – και την αίσθηση ότι έχει το δικαίωμα να υπερασπιστεί τον εαυτό της, ακόμη και αν υπάρχουν ενδοιασμοί σε μεγάλο μέρος του κόσμου σχετικά με την καταστολή του Μόντι κατά των μουσουλμάνων στο ινδικό Κασμίρ τα τελευταία χρόνια. Το Πακιστάν αρνήθηκε ότι φιλοξενεί στρατόπεδα τρομοκρατών από τα οποία σχεδιάστηκαν οι επιθέσεις.
Εν τω μεταξύ, η ικανότητα των ΗΠΑ να ασκούν πίεση στο Πακιστάν έχει μειωθεί μετά το τέλος της δύσκολης συμμαχίας των χωρών στον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας και με την αποχώρηση των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν. Το Πακιστάν έχει πλέον επιστρέψει πλήρως στη μακροχρόνια πολιτική του συμμαχία με την Κίνα, πράγμα που σημαίνει ότι καθένας από τους αντιπάλους της Νότιας Ασίας έχει μια υπερδύναμη ως σύμμαχο.
«Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι υπήρξε μια αλλαγή στη στάση των ΗΠΑ τα τελευταία χρόνια», δήλωσε στο CNN ο Milan Vaishnav, διευθυντής του προγράμματος για τη Νότια Ασία στο Carnegie Endowment for International Peace. «Η Ινδία είναι ένας από τους σημαντικότερους στρατηγικούς εταίρους για τις ΗΠΑ, ενώ η σημασία του Πακιστάν … έχει πραγματικά μειωθεί. Νομίζω ότι η αμερικανική προσδοκία είναι ότι το Πακιστάν θα προβεί σε αντίποινα. Και τότε ελπίζουν ότι σε εκείνο το σημείο και οι δύο πλευρές θα μπορέσουν να σώσουν τα προσχήματα και να βρουν μια έξοδο».
Ελλείψει της Ουάσινγκτον, η διαμεσολάβηση θα μπορούσε να ξεκινήσει στη Μέση Ανατολή. Το Κατάρ, για παράδειγμα, έχει διαδραματίσει βασικό ρόλο στις προσπάθειες μεσολάβησης για εκεχειρίες και απελευθέρωση ομήρων μεταξύ του Ισραήλ και της Χαμάς. Αλλά η κυβέρνηση του Κατάρ -όπως και το Πακιστάν, ένα κράτος με σουνιτική μουσουλμανική πλειονότητα – εξέφρασε τα συλλυπητήριά της και καταδίκασε την επίθεση στο ινδικό Κασμίρ. Ο Τύπος της Ινδίας, ο οποίος μπορεί να διαδραματίσει εμπρηστικό ρόλο σε τέτοιες στιγμές, ανέφερε ένα τηλεφώνημα του εμίρη του Κατάρ σεΐχη Ταμίμ αλ Θάνι στον Μόντι, το οποίο θεωρήθηκε ως υπολογισμένη περιφρόνηση προς την κυβέρνηση στο Ισλαμαμπάντ.
Εν τω μεταξύ, ο πρωθυπουργός του Κατάρ Μοχάμεντ μπιν Αμπντουλραμάν μπιν Τζασίμ Αλ Θανί είχε χωριστές τηλεφωνικές συνομιλίες με τον υπουργό Εξωτερικών της Ινδίας και τον πρωθυπουργό του Πακιστάν Σαρίφ. Το υπουργείο Εξωτερικών του Κατάρ ανέφερε σε ανακοίνωσή του ότι η χώρα έχει «πλήρη υποστήριξη» σε όλες τις περιφερειακές και διεθνείς προσπάθειες για την επίλυση των ζητημάτων μεταξύ της Ινδίας και του Πακιστάν.
Ο Willasey-Wilsey υποστήριξε ότι οι οικονομικοί υποστηρικτές του Πακιστάν, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων και της Σαουδικής Αραβίας, είχαν τη δυνατότητα να επιβάλουν αυτοσυγκράτηση στο Ισλαμαμπάντ, καθώς το Πακιστάν βρίσκεται εν μέσω βαθιάς οικονομικής κρίσης.
Αλλά αν η κατάσταση δεν επιδεινωθεί πολύ, οι διεθνείς προσπάθειες για τον τερματισμό της κρίσης είναι απίθανο να γίνουν υπό την ηγεσία των ΗΠΑ.
Πηγή: skai.gr