
Όταν παίρνεις συνέντευξη από έναν υπεραιωνόβιους, είναι αναπόφευκτο να τους ρωτήσεις, ποια είναι τα μυστικά της μακροζωίας τους.
Αλλά τι θα γινόταν αν αυτό το «μυστικό» μπορούσε να μελετηθεί επιστημονικά; Τι θα μπορούσε να μας πει το γονιδίωμά τους για τη γήρανση και γιατί αποφεύγουν τις ασθένειες που πλήττουν τόσους άλλους ανθρώπους; Κι αν ανακαλυπτόταν κάτι, θα μπορούσε ίσως να βοηθήσει και άλλους να ζήσουν τόσο πολύ;
Ερωτήματα σαν κι αυτά βρίσκονται στον πυρήνα μιας πρόσφατης μελέτης, που δημοσιεύτηκε την Τετάρτη στο περιοδικό Cell Reports Medicine και εξέτασε το γονιδίωμα της Μαρίας Μπράνιας Μορέρα, μιας Αμερικανίδας γεννημένης στην Ισπανία, η οποία πέθανε τον Αύγουστο του 2024 σε ηλικία 117 ετών και 168 ημερών, όντας η γηραιότερη εν ζωή γυναίκα στον κόσμο.
«Ήταν ένας πολύ γενναιόδωρος άνθρωπος, πάντα πρόθυμη να βοηθήσει, και ήταν υπέροχο να συνεργαστούμε μαζί της», είπε στο CNN ο Δρ. Μανέλ Εστεγιέρ, ερευνητής στο Ινστιτούτο Έρευνας Λευχαιμίας Josep Carreras στη Βαρκελώνη, συγγραφέας της μελέτης.
Ο Εστεγιέρ και η ομάδα του πήραν δείγματα αίματος, σάλιου, ούρων και κοπράνων από τη Μπράνιας, μελέτησαν το γονιδίωμά της και το συνέκριναν με εκείνο 75 άλλων Ιβηρικών γυναικών.
Συνολικά, κατέληξαν ότι η Μπράνιας έζησε τόσο πολύ γιατί αφενός «κέρδισε το γενετικό λαχείο» και αφετέρου ακολούθησε έναν υγιεινό τρόπο ζωής. Είχε γονίδια που την προστάτευαν από κοινές ασθένειες της γήρανσης, ενώ ταυτόχρονα τρεφόταν και ζούσε υγιεινά.
Η αγάπη της για το γιαούρτι
«Ήταν τυχερή από την αρχή και πήρε ένα επιπλέον μπόνους στη διάρκεια της ζωής της», είπε ο Εστεγιέρ, αποδίδοντας περίπου το μισό της μακροζωίας στα γονίδιά της και το άλλο μισό στον τρόπο ζωής της.
«Δεν κάπνισε ποτέ, δεν ήπιε ποτέ αλκοόλ, της άρεσε να δουλεύει όσο μπορούσε … Ζούσε στην εξοχή, έκανε μέτρια άσκηση (κυρίως περπάτημα μία ώρα την ημέρα) … Η διατροφή της περιλάμβανε ελαιόλαδο, μεσογειακού τύπου, και στη δική της περίπτωση, γιαούρτι», είπε στο CNN.
Αν υπήρχε κάτι ελαφρώς ασυνήθιστο στη διατροφή της, αυτό ήταν η κατανάλωση γιαουρτιού: έτρωγε τρεις μερίδες την ημέρα.
Οι ερευνητές υπέθεσαν ότι αυτή η συνήθεια, σε συνδυασμό με τη διατροφή της, βοήθησε το μικροβίωμα του εντέρου της να παραμένει παρόμοιο με εκείνο ενός πολύ νεότερου ανθρώπου, μειώνοντας τη φλεγμονή.
Ωστόσο, η αγάπη της για το γιαούρτι δεν ήταν απαραίτητα η αιτία της «γενικής καλής κατάστασής» της, καθώς το μικροβίωμά της «μάλλον αντικατοπτρίζει ότι ο οργανισμός της αποτελούσε έναν εξαιρετικό ξενιστή για όλα αυτά τα μικρόβια, χάρη σε όλους τους άλλους ευνοϊκούς παράγοντες», είπε η Κλερ Στιβς, καθηγήτρια γήρανσης στο King’s College του Λονδίνου, η οποία δεν συμμετείχε στη μελέτη.
Πέρα από το γιαούρτι, η Μπράνιας διέθετε και ποικίλες γενετικές παραλλαγές που τη βοήθησαν να γεράσει υγιής. Ανάμεσά τους, γονίδια που σχετίζονται με τη λειτουργία του ανοσοποιητικού και τη διατήρηση των γνωστικών ικανοτήτων, ένα γονίδιο που επηρεάζει την αποτελεσματικότητα του μεταβολισμού των λιπών και άλλο ένα που συνδέεται με την υγεία του εγκεφάλου κατά τη γήρανση και τις καρδιοπάθειες.
«Το επίπεδο λεπτομέρειας αυτής της μελέτης είναι εξαιρετικό», είπε η Στιβς στο CNN.
«Έχουν φτάσει πολύ βαθιά και κατάφεραν να αξιολογήσουν ένα ευρύ φάσμα βιολογικών μηχανισμών της γήρανσης … Κατά τη γνώμη μου, είναι η πρώτη εργασία που το κάνει αυτό σε τέτοιο βάθος», πρόσθεσε, σημειώνοντας ότι μελλοντικές μελέτες πρέπει να δουν αν τα ευρήματα επαναλαμβάνονται και σε άλλους υπεραιωνόβιους.
Η Στιβς, όπως και οι ίδιοι οι ερευνητές, προειδοποίησε να μην βγάλουμε γενικά συμπεράσματα από μια μελέτη που επικεντρώνεται μόνο σε ένα άτομο, αφού η γήρανση είναι διαφορετική για τον καθένα.
«Όταν εξετάζεις μόνο έναν άνθρωπο, δεν μπορείς να ξέρεις αν αυτό που βλέπεις οφείλεται απλώς στην τύχη, ούτε αν η σχέση είναι πραγματικά ξεκάθαρη», είπε, προσθέτοντας πάντως ότι ακόμα και η μελέτη ενός ατόμου μπορεί να δώσει χρήσιμες πληροφορίες.
Για παράδειγμα, εξετάζοντας το γονιδίωμα της Μπράνιας, η ομάδα έδειξε ότι «η εξαιρετικά προχωρημένη ηλικία και η κακή υγεία δεν είναι αναγκαστικά συνδεδεμένες», όπως ανέφεραν.
«Η κακή υγεία στα γηρατειά δεν είναι αναπόφευκτη. Οφείλεται σε βιολογικούς μηχανισμούς … είναι κάτι που μπορούμε να αλλάξουμε», είπε η Στιβς, προσθέτοντας ότι η μελέτη δείχνει πως «δεν πρόκειται για ένα και μοναδικό “κλειδί”, αλλά για πολλαπλά μονοπάτια».
Εντοπίζοντας τα γονίδια και τις πρωτεΐνες που σχετίζονται με τη «υγιή γήρανση», ο Εστεγιέρ ελπίζει ότι οι ερευνητές θα μπορέσουν να καθοδηγήσουν την ανάπτυξη φαρμάκων που θα στοχεύουν σε αυτά τα στοιχεία.
«Ο στόχος μας δεν είναι κατ’ ανάγκη να ζήσουμε όλοι μέχρι τα 117», πρόσθεσε η Στιβς. «Αυτό που θέλουμε είναι να περιορίσουμε στο ελάχιστο τον χρόνο που είμαστε άρρωστοι και υποφέρουμε. Και αυτό φαίνεται ότι κατάφερε αυτή η γυναίκα, ζώντας και πολλά χρόνια».











