Σχεδόν δύο χρόνια μετά την επίθεση της Χαμάς που πυροδότησε τον πόλεμο, η Γάζα βρίσκεται αντιμέτωπη με ανθρωπιστική καταστροφή με τη διεθνή πίεση προς το Ισραήλ να εντείνεται. Όμως, όπως παραδέχονται διπλωμάτες και πρώην αξιωματούχοι, η έκβαση του πολέμου εξαρτάται τελικά από έναν μόνο άνθρωπο: τον Ντόναλντ Τραμπ.
Σχεδόν όλα τα σπίτια έχουν υποστεί ζημιές ή έχουν καταστραφεί με τον ΟΗΕ να προειδοποιεί ότι μισό εκατομμύριο Παλαιστίνιου αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο λιμού λόγω του περιορισμού που έθεσε το Ισραήλ αυτόν τον μήνα στην παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας.
Οι συνθήκες έχουν προκαλέσει διπλωματικές αντιδράσεις καθώς η Βρετανία πάγωσε τις συνομιλίες για νέα εμπορική συμφωνία με το Ισραήλ, η Ευρωπαϊκή Ένωση επανεξετάζει τις υπάρχουσες εμπορικές ρυθμίσεις, ενώ ακόμα και στενοί σύμμαχοι καταδικάζουν την κλιμάκωση. Ο Γερμανός Καγκελάριος, Φρίντριχ Μερτς, δήλωσε ότι «ειλικρινά δεν καταλαβαίνει πλέον ποιος είναι ο στόχος του ισραηλινού στρατού» στη Γάζα.
Ωστόσο, διπλωμάτες επισημαίνουν πως χωρίς την πίεση από τον σημαντικότερο σύμμαχο του Ισραήλ, τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες αυτή την εβδομάδα παρουσίασαν νέα πρόταση για κατάπαυση του πυρός, η κυβέρνηση Νετανιάχου είναι απίθανο να αλλάξει πορεία, εξηγούν σε ανάλυσή τους οι Financial Times.
Τις τελευταίες εβδομάδες, ο Ισραηλινός πρωθυπουργός και σύμμαχοί του εμφανίζονται πιο αμετακίνητοι από ποτέ, δεσμευόμενοι να συνεχίσουν τον πόλεμο έως την πλήρη καταστροφή της Χαμάς και μιλώντας ανοιχτά για εκτοπισμό του πληθυσμού της Γάζας. Αυτές οι δηλώσεις ενισχύουν τις υποψίες μεταξύ των Παλαιστινίων και της διεθνούς κοινής γνώμης ότι δεν έχουν πρόθεση να τερματίσουν οριστικά τον πόλεμο, αλλά επιδιώκουν να καταστήσουν τη Γάζα μη κατοικήσιμη.
«Το πραγματικό ερώτημα είναι πότε η συμπεριφορά του Νετανιάχου θα αρχίσει να συγκρούεται με τις προτεραιότητες του Ντόναλντ Τραμπ», δηλώνει ο Άαρον Ντέιβιντ Μίλερ, ανώτερος ερευνητής στο Carnegie Endowment for International Peace και πρώην στέλεχος του αμερικανικού Υπουργείου Εξωτερικών για πάνω από δύο δεκαετίες.
«Η κυβέρνηση Τραμπ έχει θέσει υπό πίεση την αρχή της “απόλυτης σύμπλευσης” μεταξύ ΗΠΑ και Ισραήλ…Το κατά πόσο όλα αυτά συνιστούν άσκηση ουσιαστικής επιρροής, με κόστος και συνέπειες στον πραγματικό κόσμο, μένει να αποδειχθεί», πρόσθεσε.
Την ίδια ώρα, αξιωματούχοι του ΟΗΕ και ανθρωπιστικές οργανώσεις προειδοποιούν εδώ και εβδομάδες ότι η νέα ισραηλινή επίθεση, η οποία ξεκίνησε τον Μάρτιο και κλιμακώνεται διαρκώς, έχει καταστροφικές συνέπειες για τους αμάχους στη Γάζα. Σύμφωνα με τον ΟΗΕ, πάνω από 630.000 άνθρωποι έχουν εκτοπιστεί για ακόμη μία φορά λόγω της επανέναρξης των νέων εχθροπραξιών. Συνολικά, η επίθεση του Ισραήλ έχει στοιχίσει τη ζωή σε περισσότερους από 54.000 Παλαιστινίους, πολλοί από τους οποίους ήταν γυναίκες και παιδιά, ενώ δεκάδες χιλιάδες έχουν τραυματιστεί, σύμφωνα με τοπικές πηγές.
Την ίδια ώρα, σοβαρές ανησυχίες εκφράζονται και για τους περιορισμούς του Ισραήλ στην παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας, που έχουν εκτοξεύσει τα ποσοστά των Παλαιστινίων που βιώνουν συνθήκες πείνας και έχουν αναγκάσει τον πληθυσμό να επιβιώνει με τις απολύτως βασικές προμήθειες.
Έπειτα από την πλήρη απαγόρευση της ανθρωπιστικής βοήθειας προς τη Γάζα για περισσότερο από δύο μήνες, το Ισραήλ επέτρεψε αυτή την εβδομάδα την έναρξη λειτουργίας ενός νέου, αμφιλεγόμενου συστήματος, βάσει του οποίου μια άγνωστη μέχρι πρότινος ιδιωτική εταιρεία με την ονομασία Gaza Humanitarian Foundation (GHF) έχει αναλάβει τη διανομή της βοήθειας μέσω λίγων επιλεγμένων κέντρων εντός του παλαιστινιακού θύλακα.
Το Ισραήλ υποστηρίζει ότι το σύστημα αυτό σχεδιάστηκε για να αποτρέψει τη Χαμάς από το να παρακρατά ανθρωπιστική βοήθεια.
Ωστόσο, η εφαρμογή του υπήρξε χαοτική: Σκηνές χάους εκτυλίχθηκαν όταν ένα τεράστιο πλήθος απελπισμένων Παλαιστινίων πλημμύρισαν ένα από τα κέντρα της GHF αμέσως μετά το άνοιγμά του.
Η προσέγγιση αυτή έχει προκαλέσει ευρεία καταδίκη από αξιωματούχους του ΟΗΕ, οι οποίοι θεωρούν πως δεν στοχεύει στην πραγματική ανακούφιση των κατοίκων της Γάζας, αλλά μάλλον εξυπηρετεί τους ισραηλινούς στρατηγικούς στόχους περί εκτοπισμού του πληθυσμού.
«Δεν πρόκειται απλώς για έλεγχο της βοήθειας. Πρόκειται για κατασκευασμένη στέρηση», δήλωσε την Τετάρτη ο Τζόναθαν Γουίταλ, επικεφαλής του Γραφείου Συντονισμού Ανθρωπιστικών Υποθέσεων του ΟΗΕ (OCHA) στα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη.
«Το σύστημα αυτό δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να καλύψει τις ανάγκες της Γάζας», υπογράμμισε.
Διεθνείς πιέσεις και εσωτερική κατακραυγή κατά του Ισραήλ
Πέρα από τη Βρετανία και την Ευρωπαϊκή Ένωση, και άλλες ευρωπαϊκές χώρες απειλούν πλέον ανοιχτά με δράση κατά του Ισραήλ εξαιτίας της ανθρωπιστικής κρίσης στη Γάζα. Ο πρόεδρος της Γαλλίας, Εμανουέλ Μακρόν, δήλωσε την Παρασκευή ότι η Γαλλία εξετάζει το ενδεχόμενο να αναγνωρίσει το παλαιστινιακό κράτος σε διάσκεψη τον επόμενο μήνα, και ενδέχεται να επιβάλει επιπλέον κυρώσεις σε Ισραηλινούς εποίκους στη Δυτική Όχθη. Η Ιρλανδία, από την πλευρά της, εξετάζει νομοσχέδιο για την απαγόρευση εμπορίου με ισραηλινές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη.
Διπλωμάτες αναφέρουν ότι μια σειρά παραγόντων, από την αγανάκτηση για την ανθρωπιστική καταστροφή έως την περιφρόνηση που δείχνει το Ισραήλ προς τη διεθνή κοινότητα, οδήγησαν σε αυτή την αλλαγή στάσης. Όμως, όπως επισημαίνουν, το σημείο καμπής υπήρξε η νέα ισραηλινή επιχείρηση «Άρματα του Γεδεών» και ο μεγάλος αριθμός αμάχων που σκοτώθηκαν, καθώς και οι δηλώσεις περί ενδεχόμενης εκδίωξης των Παλαιστινίων.
«Τα Άρματα του Γεδεών και το επίπεδο των απωλειών στους αμάχους είναι το σημείο καμπής», σχολιάζει ένας διπλωμάτης. «Όσο συνεχίζεται ο πόλεμος, τόσο πιο ακραίοι γίνονται οι στόχοι του για να δικαιολογηθεί η διάρκειά του».
Ταυτόχρονα, αυξάνεται και η εσωτερική κριτική στο Ισραήλ. Ο Γιαΐρ Γκολάν, επικεφαλής του αριστερού κόμματος Δημοκράτες, προειδοποίησε ότι το Ισραήλ κινδυνεύει να μετατραπεί σε «κράτος παρίας» αν δεν αλλάξει πολιτική. Ο πρώην πρωθυπουργός Εχούντ Ολμέρτ έγραψε στην εφημερίδα Haaretz ότι το Ισραήλ διεξάγει πλέον έναν «πόλεμο καταστροφής: αδιάκριτη, απεριόριστη, σκληρή και εγκληματική σφαγή αμάχων».
«Δεν πρόκειται για απώλεια ελέγχου σε κάποια περιοχή, ούτε για κάποια δυσανάλογη αντίδραση μεμονωμένων στρατιωτών», έγραψε. «Πρόκειται για κυβερνητική πολιτική συνειδητή, κακόβουλη, δόλια, ανεύθυνη. Ναι, το Ισραήλ διαπράττει εγκλήματα πολέμου».
Ωστόσο, παρά την εντεινόμενη κατακραυγή, η κυβέρνηση Νετανιάχου, η οποία επιμένει ότι ενεργεί σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο και ότι η στρατιωτική πίεση είναι ο μόνος τρόπος για την απελευθέρωση των 58 ομήρων που παραμένουν στα χέρια της Χαμάς, δεν δείχνει καμία πρόθεση αλλαγής πορείας.
Την Πέμπτη, το Ισραήλ ανακοίνωσε την πρόθεσή του να ιδρύσει 22 νέους οικισμούς στη Δυτική Όχθη, μια ενέργεια που θεωρείται παράνομη βάσει του διεθνούς δικαίου, σε μια προσπάθεια ενίσχυσης του ελέγχου του στα παλαιστινιακά εδάφη. Διπλωμάτες αναφέρουν ότι Ισραηλινοί αξιωματούχοι έχουν απειλήσει με αντίποινα και περαιτέρω τιμωρητικά μέτρα κατά των Παλαιστινίων, συμπεριλαμβανομένης της πιθανής προσάρτησης της Δυτικής Όχθης, εάν περισσότερα κράτη προχωρήσουν σε αναγνώριση της Παλαιστίνης.
«Η ΕΕ είναι ένας τεράστιος εμπορικός εταίρος. Πολλοί Ισραηλινοί βλέπουν τους εαυτούς τους ως μέρος της ευρωπαϊκής κοινότητας και των ευρωπαϊκών αξιών… οπότε η αλλαγή στάσης κάποιων χωρών της ΕΕ σίγουρα πονάει», δήλωσε κυβερνητικός βουλευτής του συνασπισμού. «Αλλά, όσα γίνονται στην Ουάσινγκτον έχουν μεγαλύτερη σημασία σε πρακτικό επίπεδο».
Τις τελευταίες εβδομάδες έχουν αρχίσει να εμφανίζονται σημάδια απομάκρυνσης μεταξύ του Ντόναλντ Τραμπ και του Μπενιαμίν Νετανιάχου. Ο Τραμπ ξεκίνησε συνομιλίες για μια νέα πυρηνική συμφωνία με το Ιράν, παρά τις έντονες ισραηλινές αντιδράσεις, τερμάτισε τις αμερικανικές αεροπορικές επιθέσεις κατά των ανταρτών Χούθι στην Υεμένη χωρίς αυτοί να σταματήσουν να εκτοξεύουν πυραύλους προς το Ισραήλ και πραγματοποίησε περιοδεία στη Μέση Ανατολή χωρίς να επισκεφθεί το Ισραήλ.
Παρά τις διαφωνίες που υπάρχουν, ο Αμερικανός πρόεδρος — αν και εξελέγη με την υπόσχεση να βάλει τέλος στον πόλεμο — πρότεινε στη συνέχεια τη μαζική απομάκρυνση των κατοίκων της Γάζας, μια ιδέα που αγκάλιασαν οι ακροδεξιοί σύμμαχοι του Νετανιάχου. Ωστόσο, μέχρι τώρα αποφεύγει να ασκήσει πραγματική πίεση στο Ισραήλ για την κατάσταση στη Γάζα.
Όταν ρωτήθηκε την Τετάρτη αν είναι «απογοητευμένος» από τον τρόπο που ο Νετανιάχου διαχειρίζεται την κατάσταση στη Γάζα, ο Τραμπ απάντησε: «Όχι».
«Αντιμετωπίζουμε όλη την κατάσταση στη Γάζα, μεταφέρουμε τρόφιμα στους ανθρώπους της Γάζας», είπε, πριν στρέψει την κουβέντα στην επίθεση της Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου, κατά την οποία, σύμφωνα με ισραηλινές πηγές, σκοτώθηκαν 1.200 άτομα και 250 απήχθησαν.
«Ήταν μια φρικτή μέρα και κανείς δεν πρόκειται να το ξεχάσει αυτό», τόνισε.
Οι ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις σε αδιέξοδο
Η τελευταία πρόταση των ΗΠΑ για κατάπαυση του πυρός, την οποία η Χαμάς ενδέχεται να απορρίψει, καθώς δεν εγγυάται τον τερματισμό του πολέμου, θεωρείται από διπλωμάτες πολύ πιο ευνοϊκή για το Ισραήλ απ’ ό,τι για τη Χαμάς.
«Το πρόβλημα τώρα είναι ότι η Χαμάς θέλει να τελειώσει ο πόλεμος και το Ισραήλ όχι. Δεν πρόκειται για ανταλλαγή ομήρων ή ανθρωπιστική βοήθεια στη Γάζα, ζητήματα στα οποία θα μπορούσαν να υπάρξουν συμβιβασμοί», δηλώνει άτομο με γνώση των διαπραγματεύσεων.
«Η μία πλευρά απαιτεί τον τερματισμό του πολέμου και η άλλη αρνείται να τον τελειώσει. Δεν υπάρχει ενδιάμεσο ή χώρος για συμβιβασμό.»
Η ίδια πηγή προσθέτει ότι «ακόμα κι αν η Χαμάς απελευθέρωνε όλους τους ομήρους, το Ισραήλ δεν θα σταματούσε. Δεν λέω ότι κάποια πλευρά έχει δίκιο ή άδικο, απλώς εκεί βρισκόμαστε τώρα. Και όπως κατέρρευσε η προηγούμενη συμφωνία, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι η Χαμάς θα δεχθεί κάτι που δεν εγγυάται μόνιμη εκεχειρία.»
Ωστόσο, χωρίς μια ριζική αλλαγή στην ισραηλινή κοινή γνώμη ή την κατάρρευση του συνασπισμού Νετανιάχου, διπλωμάτες και πρώην αξιωματούχοι δεν βλέπουν ελπίδα για τον τερματισμό των συγκρούσεων εκτός αν υπάρξει ουσιαστική πίεση από τις ΗΠΑ.
«Η ουσία είναι ότι όλα εξαρτώνται από ένα πρόσωπο: τον Ντόναλντ Τραμπ», δηλώνει ο πρώην πρωθυπουργός του Ισραήλ, Εχούντ Ολμέρτ, στους Financial Times. Προσθέτει ότι ακόμη κι αν επιτευχθεί μια εύθραυστη συμφωνία για προσωρινή εκεχειρία και ανταλλαγή ομήρων, αυτή μπορεί να δημιουργήσει μια δυναμική για τον τερματισμό του πολέμου. «Αν όμως δεν υπάρξει ανταλλαγή, θα οδηγηθούμε σε ακόμα χειρότερη κατάσταση», καταλήγει.
Πηγή: skai.gr