
«Δαγκώνουν» οι κυρώσεις (ειδικά στον σκιώδη στόλο) και η πτώση της τιμής πετρελαίου – Η χαμηλότερη τιμή του αργού «περιορίζει σημαντικά τα ρωσικά έσοδα»
Η Ρωσία έχει δείξει λίγη όρεξη για ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις με την Ουκρανία, παρά τις πρόσκαιρες «εκεχειρίες» του Ρώσου προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν και μια σειρά από προσπάθειες του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ να πείσει τον Ρώσο ηγέτη να συνομιλήσει με το Κίεβο.
Στην πραγματικότητα, σημειώνει το CNBC, πιστεύεται ευρέως ότι η Μόσχα σχεδιάζει μια νέα καλοκαιρινή επίθεση στην Ουκρανία για την εδραίωση εδαφικών κερδών στο νότιο και ανατολικό τμήμα της χώρας. Εάν πετύχει η επιχείρηση, η επίθεση θα μπορούσε να δώσει στη Ρωσία καλύτερα «χαρτιά» σε οποιεσδήποτε μελλοντικές συνομιλίες.
Ενώ η Ρωσία φαίνεται απρόθυμη να επιδιώξει την ειρήνη τώρα, οι αυξανόμενες οικονομικές και στρατιωτικές πιέσεις στο εσωτερικό της – από τις προμήθειες στρατιωτικού υλικού και τη στρατολόγηση στρατιωτών μέχρι τις κυρώσεις σε εξαγωγές, όπως το πετρέλαιο – θα μπορούσαν να είναι οι παράγοντες που τελικά θα οδηγήσουν τη Μόσχα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
«Η Ρωσία θα επιδιώξει να εντείνει τις επιθετικές επιχειρήσεις για να ασκήσει πίεση κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, αλλά η πίεση δεν μπορεί να διατηρηθεί επ’ αόριστον», δήλωσε ο Jack Watling, ανώτερος ερευνητής για τον Χερσαίο Πόλεμο στο Royal United Services Institute (RUSI) με έδρα το Λονδίνο.
Τα ρωσικά αποθέματα στρατιωτικού εξοπλισμού που έχουν απομείνει από τη σοβιετική εποχή, συμπεριλαμβανομένων των τανκς, του πυροβολικού και των οχημάτων μάχης πεζικού, θα εξαντληθούν μέχρι τα μέσα του φθινοπώρου, δήλωσε ο Watling, πράγμα που σημαίνει ότι η ικανότητα της Ρωσίας να αντικαταστήσει τις απώλειες θα εξαρτηθεί εξ ολοκλήρου από το τι μπορεί να παράγει από το μηδέν.
«Περαιτέρω επιθετικές επιχειρήσεις μέχρι το 2026 θα απαιτήσουν πιθανότατα περαιτέρω αναγκαστική επιστράτευση, η οποία είναι τόσο πολιτικά όσο και οικονομικά δύσκολη», εκτίμησε ο Watling.
Επιβράδυνση της οικονομίας
Εν τω μεταξύ, κακοί οιωνοί υπάρχουν στον ορίζοντα όσον αφορά την οικονομία της Ρωσίας, η οποία έχει υποφέρει από το βάρος των διεθνών κυρώσεων, καθώς και από εγχώριες πιέσεις, επίσης σε μεγάλο βαθμό προερχόμενες από τον πόλεμο, όπως ο ανεξέλεγκτος πληθωρισμός και το υψηλό κόστος τροφίμων και παραγωγής που ακόμη και ο Πούτιν περιέγραψε ως «ανησυχητικό».
Η Κεντρική Τράπεζα της Ρωσίας διατήρησε τα επιτόκια σε υψηλά επίπεδα (στο 21%) σε μια προσπάθεια να χαλιναγωγήσει τον πληθωρισμό, ο οποίος διαμορφώθηκε στο 10,2% τον Απρίλιο. Η τράπεζα ανέφερε τον Μάιο ότι βρίσκεται σε εξέλιξη η αποπληθωριστική διαδικασία, αλλά απαιτείται ακόμη «μια παρατεταμένη περίοδος σφιχτής νομισματικής πολιτικής» για να επιστρέψει ο πληθωρισμός στον στόχο του 4% το 2026. Εν τω μεταξύ, η αισθητή επιβράδυνση της ρωσικής οικονομίας εξέπληξε ορισμένους οικονομολόγους.
«Η απότομη επιβράδυνση της αύξησης του ρωσικού ΑΕΠ από 4,5% σε ετήσια βάση το τέταρτο τρίμηνο του 2024 σε 1,4% το πρώτο τρίμηνο του 2025 συνάδει με μια απότομη πτώση της παραγωγής και υποδηλώνει ότι η οικονομία μπορεί να οδεύει προς μια πολύ σκληρότερη προσγείωση από ό,τι περιμέναμε», σχολίασε ο Liam Peach, ανώτερος οικονομολόγος αναδυόμενων αγορών της Capital Economics.
«Μια τόσο απότομη πτώση της αύξησης του ΑΕΠ μας εξέπληξε, αν και περιμέναμε ότι η επιβράδυνση θα έπαιρνε διαστάσεις φέτος», σημείωσε, προσθέτοντας ότι «μια ύφεση είναι πιθανή κατά το πρώτο εξάμηνο του έτους και η αύξηση του ΑΕΠ κατά το 2025 στο σύνολό του θα μπορούσε να είναι σημαντικά χαμηλότερη από την τρέχουσα πρόβλεψή μας για 2,5%».
Η ανάπτυξη στη ρωσική οικονομία επικεντρώνεται στη μεταποίηση, ειδικά στον αμυντικό τομέα και τις συναφείς βιομηχανίες, και τροφοδοτείται από τις κρατικές δαπάνες, σύμφωνα με τον Alexander Kolyandr, ανώτερο συνεργάτη του Κέντρου Ανάλυσης Ευρωπαϊκής Πολιτικής.
«Μετά από τρία χρόνια στρατιωτικοποίησης της χώρας, η οικονομία της Ρωσίας υποχωρεί», ανέφερε, σημειώνοντας ότι ο μειωμένος δανεισμός από τις επιχειρήσεις και τους καταναλωτές, η μείωση των εισαγωγών, της βιομηχανικής παραγωγής και των καταναλωτικών δαπανών δείχνουν ότι η επιβράδυνση συνεχίζεται.
Το γεγονός αυτό δεν αμφισβητείται από Ρώσους αξιωματούχους, με το Υπουργείο Οικονομικών να προβλέπει ότι η ανάπτυξη θα επιβραδυνθεί από 4,3% το 2024 σε 2,5% φέτος.
«Μια πτώση μπορεί εύκολα να γίνει βουτιά. Κακές αποφάσεις από τους αξιωματούχους, μια περαιτέρω πτώση των τιμών του πετρελαίου ή απροσεξία με τον πληθωρισμό και η Ρωσία θα μπορούσε να βρεθεί σε μπελάδες», δήλωσε ο Kolyandr.
«Δαγκώνουν» οι κυρώσεις και η τιμή του πετρελαίου
Αυτό που αρχίζει να πλήττει ιδιαίτερα τη Ρωσία είναι παράγοντες πέρα από τον έλεγχό της, όπως οι αυστηρότερες κυρώσεις στον «σκιώδη στόλο» της Ρωσίας (πλοία που μεταφέρουν παράνομα πετρέλαιο σε μια προσπάθεια να αποφύγουν τις κυρώσεις που τέθηκαν σε ισχύ μετά την εισβολή στην Ουκρανία το 2022) και η πτώση των τιμών του πετρελαίου ως αποτέλεσμα της παγκόσμιας πολιτικής δασμών του Τραμπ που πλήττει τη ζήτηση.
Την Πέμπτη, το Brent παράδοσης Ιουλίου έκλεισε στα 64,94 δολάρια το βαρέλι και το αμερικανικό αργό τύπου WTI παράδοσης Ιουλίου στα 61,65 δολάρια το βαρέλι. Στο μεταξύ, σύμφωνα με τα στοιχεία του LSEG, το ρωσικό αργό τύπου Urals κινείται στα 59,97 δολάρια το βαρέλι.
Στην αρχή του 2025, το Brent κινούνταν στα 74,64 δολάρια το βαρέλι, το WTI στα 75,13 δολάρια και το Urals στα 70,04 δολάρια.
Το υπουργείο Οικονομικών της Ρωσίας ανέφερε τον Απρίλιο ότι αναμένει κατά 24% χαμηλότερα έσοδα από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο φέτος, σε σύγκριση με προηγούμενες εκτιμήσεις, και μείωσε την πρόβλεψή του για την τιμή του πετρελαίου από 69,7 δολάρια στα; 56 δολάρια ανά βαρέλι. Το υπουργείο αύξησε επίσης την εκτίμηση για το δημοσιονομικό έλλειμμα του 2025 στο 1,7% του ΑΕΠ, από προηγούμενη πρόβλεψη 0,5%.
Μια χαμηλότερη τιμή του πετρελαίου «θα περιορίσει σημαντικά τα ρωσικά έσοδα, ενώ τα αποθέματά της εξαντλούνται», ανέφερε ο αναλυτής Watling. «Μια πιο επιθετική επιβολή κυρώσεων κατά του σκιώδους στόλου της Ρωσίας και η συνέχιση των επιθετικών επιχειρήσεων στην Ουκρανία θα μπορούσαν να μειώσουν το ρευστό κεφάλαιο που μέχρι στιγμής επέτρεπε στη Ρωσία να αυξάνει σταθερά την αμυντική παραγωγή και να προσφέρει τεράστια μπόνους για τους εθελοντές που εντάσσονται στον στρατό», πρόσθεσε
Εάν οι δυτικοί σύμμαχοι μπορέσουν να διατηρήσουν και να ενισχύσουν τις προσπάθειες κατά της ρωσικής οικονομίας και οι δυνάμεις της Ουκρανίας «αρνηθούν στη Ρωσία να φτάσει στα σύνορα του Ντονέτσκ [στην ανατολική Ουκρανία] μέχρι τα Χριστούγεννα», τότε «η Μόσχα θα αντιμετωπίσει δύσκολες επιλογές σχετικά με το κόστος που είναι διατεθειμένη να αναλάβει για τη συνέχιση του πολέμου». «Υπό αυτές τις συνθήκες οι Ρώσοι μπορεί να προσέλθουν στο τραπέζι για πραγματικές διαπραγματεύσεις», δήλωσε ο Watling.
Πηγή: skai.gr












