Οι νέες ρουτίνες, όπως το να τρώμε μόνοι μας μπροστά από ένα τηλέφωνο, είναι σύμπτωμα μιας αυξανόμενης «επιδημίας» αυτοεπιβαλλόμενης απομόνωσης
Έχουμε γίνει πιο μοναχικοί από ποτέ; Δεν είναι ρητορική ερώτηση. Ή τουλάχιστον όχι για τόσο διορατικούς αναλυτές της σύγχρονης πραγματικότητας όπως ο Αμερικανός Derek Thompson, συντάκτης του περιοδικού «The Atlantic» και συγγραφέας δοκιμίων όπως το «On Work: Money, Meaning, Identity and Hitmakers».
Κατά την άποψη του Τόμσον, οι Ηνωμένες Πολιτείες, και ίσως ο πλανήτης στο σύνολό του, πάσχουν από μια αυτοεπιβαλλόμενη επιδημία μοναξιάς που μεταμορφώνει «τις προσωπικότητές μας, τις ιδεολογίες μας, ακόμη και τη σχέση μας με την πραγματικότητα». Έχει ονομάσει την εποχή που ζούμε «αντικοινωνικός αιώνας» και λέει ότι βιώνει τις καταστροφές της τόσο στη δική του ζωή όσο και στις ζωές των περισσότερων ανθρώπων του άμεσου περιβάλλοντός του.
Σε ένα άρθρο στο περιοδικό που εκδίδει, ο Τόμσον ξεκινά με μια ιστορία: στο μεξικανικό μπαρ στη Βόρεια Καρολίνα, στο οποίο συχνάζει εδώ και χρόνια, σχεδόν κανείς δεν έρχεται πια για να πιει μερικές μπύρες και να συνομιλήσει με τους θαμώνες. Σήμερα, η δουλειά φαίνεται καλύτερη από ποτέ, αλλά έχει γίνει ένα κατάστημα έτοιμου φαγητού. Οι άνθρωποι τα παραγγέλνουν χρησιμοποιώντας μια εφαρμογή, τα παραλαμβάνουν από έναν πάγκο δίπλα στην κουζίνα, τα πληρώνουν και τα παίρνουν στο σπίτι τους. Μια λεπτή χορογραφία κατανάλωσης που εκτελείται με μηχανική ακρίβεια και, τουλάχιστον για τον Τόμσον, αποκαρδιωτική: ολοκληρώνεται μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα και χωρίς κανείς να ανταλλάξει ούτε μια λέξη.
Ένα μαγαζί που μόλις πριν από μερικά χρόνια ευδοκιμούσε στην αυθόρμητη και φλύαρη κοινωνική αλληλεπίδραση έχει γίνει ένας ήσυχος κόμβος ανταλλαγής δίσκων με φαγητό έναντι χρημάτων. Οι σερβιτόροι δεν λειτουργούν πλέον ως ψυχολόγοι. Τα τραπέζια χρησιμοποιούνται σπάνια- δεν είναι πλέον κοινωνικές λέσχες ή αυτοσχέδια γραφεία. Οι Ηνωμένες Πολιτείες του Frasier, του Norm και του Sam Malone παύουν να υπάρχουν.
Τι μας έχει συμβεί;
Ο Thompon μιλώντας με τον υπεύθυνο του μπαρ κατάφερε να καταλάβει τι ακριβώς συμβαίνει: δεν θέλουν να αλληλεπιδράσουν με κανέναν. Είναι ικανοποιημένοι με το να εντάξουν μια απλή, «αποστειρωμένη» πράξη κατανάλωσης στην καθημερινότητά τους. Γιατί να επιμείνει κάποιος να τους βγάλει από τη ζώνη άνεσής τους;
Ο Thompson έχει μια θέση: ένας αόρατος εχθρός μας αναγκάζει να περνάμε όλο και περισσότερο χρόνο στα σπίτια μας, παγιωμένα ως καταφύγια άνεσης και αναψυχής. Αυτό έχει ενισχύσει δύο τύπους ανθρώπινων σχέσεων: τις πιο στενές (με την πυρηνική οικογένεια και τους στενούς φίλους) και τις πιο μακρινές, τις δεκάδες, εκατοντάδες ή χιλιάδες ανθρώπων με τους οποίους αλληλεπιδρούμε σποραδικά στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Αυτό που θυσιάζουμε με αυτή την αλλαγή των συνηθειών και τη γενική αναδιοργάνωση του χρόνου μας είναι το ευρύ φάσμα των σχέσεων στο ενδιάμεσο. Οι γείτονες, οι άνθρωποι από τη γειτονιά, οι συνάδελφοι, οι σερβιτόροι και το προσωπικό των καταστημάτων στα οποία συχνάζουμε. Άνθρωποι, εν ολίγοις, που ανήκουν στο άμεσο περιβάλλον μας, αλλά όχι στον στενό μας κύκλο, και στους οποίους πριν από λίγο καιρό αφιερώναμε ένα σημαντικό μέρος του χρόνου μας.
Η ασταμάτητη διάβρωση αυτού του ενδιάμεσου κύκλου θα εξηγούσε, πάλι σύμφωνα με τον Τόμσον, γιατί το μόνο πράγμα που ανταλλάσσουμε με οικεία πρόσωπα είναι ένας προσεκτικός και επιφυλακτικός χαιρετισμός και γιατί, όλο και περισσότερο, τρώμε μόνοι μας πρωινό, μεσημεριανό γεύμα, δείπνο, με το κινητό μας τηλέφωνο ή μπροστά στην οθόνη ενός υπολογιστή. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό.
Σε μέρη όπως τα μπαρ οι άνθρωποι δίνουν στον εαυτό τους (ή έδωσαν στον εαυτό τους) την ευκαιρία να εξερευνήσουν, να γνωριστούν, να κατανοήσουν ο ένας τον άλλον. Πολιτικά κόμματα και κοινωνικές λέσχες σχηματίστηκαν σε μπαρ, γρήγορες φιλίες και ρομαντικές σχέσεις ξεκίνησαν εκεί. Όλα αυτά είναι αντίδοτα στη μοναξιά.
Οι ειδικοί σε θέματα ψυχικής υγείας αναφέρουν ότι καμία γενιά Αμερικανών δεν έχει περάσει τόσο πολύ χρόνο μόνη (εκούσια ή ακούσια) όσο η σημερινή. Το κύριο σύμπτωμα αυτής της αύξησης της αντικοινωνικής συμπεριφοράς είναι ότι ένας στους τέσσερις Αμερικανούς τρώει μόνος του κάθε μέρα ή σχεδόν κάθε μέρα της εβδομάδας, ποσοστό αυξημένο κατά 53% από το 2003. Η τάση αυτή είναι τόσο εντυπωσιακή που η Παγκόσμια Έκθεση των Ηνωμένων Εθνών για την Ευτυχία αφιέρωσε σε αυτήν ένα από τα κύρια κεφάλαια της τελευταίας ετήσιας έκθεσής της.
1 στους 10 Έλληνες νιώθει συχνά μοναξιά
Τι μπορούμε να πούμε για την Ελλάδα; Πώς μεταφράζεται στη χώρα μας αυτή η (υποτιθέμενη) παγκόσμια επιδημία της αυτοεπιβαλλόμενης μοναξιάς, η οποία κάνει τους ανθρώπους όλο και πιο δυστυχισμένους;
Ο ένας στους δέκα Έλληνες (το 10%) νιώθει συχνά μοναξιά, ενώ περισσότεροι από τέσσερις στους δέκα (το 43%) συναντιούνται με την οικογένεια ή τους φίλους τους το πολύ μια φορά το μήνα, σύμφωνα με μελέτη του Κοινού Κέντρου Ερευνών (Joint Research Centre-JRC) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Η Ελλάδα, όσο κι αν σας φαίνεται παράξενο, έχει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά στην Ευρώπη τόσο όσον αφορά στο υποκειμενικό αίσθημα μοναξιάς των ανθρώπων, όσο και στην πιο αντικειμενική κατάσταση της κοινωνικής απομόνωσης, που αξιολογείται με βάση τη συχνότητα των οικογενειακών και φιλικών επαφών.
Ο λεξικολογικός ορισμός αναφέρει ότι μοναξιά είναι το συναίσθημα του ανθρώπου που ζει μόνος, απομονωμένος από τους άλλους, χωρίς επαφή και ουσιαστική επικοινωνία με άλλους ανθρώπους. Η μοναχικότητα είναι μια διαφορετική κατάσταση. Μοναχικότητα είναι κανείς μόνος, χωρίς συντροφιά, επειδή το επιλέγει. Εδώ η μοναξιά είναι ηθελημένη.
Έχουν περάσει 43 χρόνια από τότε που ο Paul Auster έγραψε το βιβλίο «Η επινόηση της μοναξιάς». Στον σύγχρονο κόσμο φαίνεται ότι την επανεφευρίσκουμε…
Πηγή: skai.gr