
Ένας φιλοκυβερνητικός σχολιαστής που επί χρόνια υμνούσε τον Βλαντίμιρ Πούτιν ως «έναν από τους μεγάλους άνδρες της Ιστορίας» στις εμφανίσεις του σε διεθνή μέσα. Ένας στρατιωτικός μπλόγκερ, φανατικός υποστηρικτής του πολέμου και διοργανωτής εράνων υπέρ των Ρώσων στρατιωτών. Και μια σχολιάστρια ουκρανικής καταγωγής, εθελόντρια του ρωσικού στρατού και συνεργάτιδα του κρατικού δικτύου RT, που είχε εκφράσει τη λύπη της επειδή «η Ρωσία δεν ξεκίνησε νωρίτερα την πλήρους κλίμακας εισβολή της».
Αυτές είναι μερικές από τις φιγούρες που ευδοκίμησαν τα τελευταία χρόνια στη Ρωσία του Πούτιν — μια χώρα όπου η απόλυτη πίστη και ο άκρατος ενθουσιασμός για τον πόλεμο στην Ουκρανία ανταμείφθηκαν με κύρος, χρήμα και επιρροή.
Όμως, και οι τρεις – όπως και άλλες φαινομενικά φιλοκυβερνητικές φωνές – έχουν βρεθεί το τελευταίο διάστημα στο στόχαστρο του ίδιου του κράτους που κάποτε εξυμνούσαν. Το κατασταλτικό σύστημα του Κρεμλίνου φαίνεται πως έχει στραφεί προς τα μέσα.
Σύμφωνα με τον Guardian, ο πολιτικός αναλυτής Σεργκέι Μάρκοφ και ο φιλοπολεμικός μπλόγκερ Ρομάν Αλιόχιν χαρακτηρίστηκαν φέτος «ξένοι πράκτορες» — ένας χαρακτηρισμός που μέχρι πρόσφατα χρησιμοποιούνταν σχεδόν αποκλειστικά εναντίον επικριτών του Πούτιν. Ο όρος, που φέρει βαριά σοβιετική χροιά, υποχρεώνει τα πρόσωπα αυτά να αυτοπροσδιορίζονται ως «ξένοι πράκτορες» σε κάθε δημόσια τοποθέτηση ή ανάρτησή τους, ενώ τους επιβάλλει και αυστηρούς οικονομικούς περιορισμούς.
Η Τατιάνα Μοντιάν, η σχολιάστρια ουκρανικής καταγωγής, εντάχθηκε την περασμένη εβδομάδα στη λίστα των «τρομοκρατών και εξτρεμιστών» — χαρακτηρισμός που μέχρι τώρα αφορούσε μόνο τα πιο επικίνδυνα, κατά το Κρεμλίνο, πρόσωπα, όπως τους συνεργάτες του εκλιπόντος Αλεξέι Ναβάλνι.
Αναλυτές εκτιμούν ότι οι υποθέσεις αυτές σηματοδοτούν μια νέα φάση: μια «εκκαθάριση» όχι μόνο των αντιφρονούντων, αλλά και των ίδιων των υποστηρικτών του καθεστώτος, καθώς οι αντίπαλες φατρίες εντός του συστήματος στρέφονται πλέον η μία κατά της άλλης.
«Πρώτα στοχοποίησαν τις αντιπολεμικές φωνές. Τώρα δεν υπάρχει καμία — και η κατασταλτική μηχανή δεν μπορεί να σταματήσει», σχολίασε η Ρωσίδα πολιτική επιστήμονας Εκατερίνα Σούλμαν.
Η Μόσχα δεν έχει δώσει επίσημη εξήγηση για τις διώξεις, και σε κάθε περίπτωση φαίνεται πως κάθε υπόθεση έχει διαφορετική αφορμή.
Ο Μάρκοφ, γνωστός για τις στενές του σχέσεις με τις πολιτικές ελίτ του Αζερμπαϊτζάν, φέρεται να έχασε την εύνοια του Κρεμλίνου μετά την απότομη επιδείνωση των σχέσεων Μόσχας – Μπακού.
Ο Αλιόχιν κατηγορήθηκε για κατάχρηση χρημάτων που συγκέντρωνε υπέρ των Ρώσων στρατιωτών, αφού επέδειξε στα social media ένα πολυτελές αυτοκίνητο και ένα ακριβό ρολόι.
Η Μοντιάν, επίσης, ελέγχεται για κακοδιαχείριση κεφαλαίων που προορίζονταν για το μέτωπο.
Μια βαθύτερη σύγκρουση στο προσκήνιο
Πίσω, ωστόσο, από αυτές τις «αιτίες», οι παρατηρητές βλέπουν μια βαθύτερη σύγκρουση.
Η Σούλμαν περιγράφει το ρήγμα ως μια μάχη ανάμεσα σε δύο στρατόπεδα: από τη μία οι «πιστοί» —οι παλιοί προπαγανδιστές, στενά συνδεδεμένοι με το υπουργείο Άμυνας και το Κρεμλίνο— και από την άλλη οι «μιλιταριστές», δηλαδή το εκτεταμένο δίκτυο υπερεθνικιστών υποστηρικτών του πολέμου, γνωστοί και ως Z-bloggers (από το γράμμα «Z», σύμβολο της ρωσικής εισβολής).
Οι «μιλιταριστές» αποτελούνται από εκατοντάδες μπλόγκερ και εθελοντές που συγκέντρωσαν χρήματα, αγόρασαν drones και οχήματα, και μετέφεραν εφόδια απευθείας στο μέτωπο. Το κίνημα αυτό πήρε μορφή λίγο μετά την έναρξη της πλήρους εισβολής το 2022, όταν έγινε σαφές ότι ο ρωσικός στρατός αδυνατούσε να παρέχει ακόμη και τον βασικό εξοπλισμό στους στρατιώτες του.
Ωστόσο, οι σκληροπυρηνικοί αυτοί «μιλιταριστές» δεν δίστασαν κατά καιρούς να επικρίνουν ανοιχτά τον τρόπο διεξαγωγής του πολέμου, γεγονός που προκάλεσε την οργή της Μόσχας και οδήγησε σε στοχευμένες επιθέσεις εναντίον τους.
«Τα αυταρχικά καθεστώτα φοβούνται κάθε μορφή αυθεντικής κοινωνικής κινητοποίησης», εξηγεί η Σούλμαν. «Κάθε αυθόρμητο κίνημα — ακόμη κι αν είναι υπέρ του πολέμου — θεωρείται εμπόδιο και εν δυνάμει απειλή».
Το Κρεμλίνο έχει ήδη επιχειρήσει στο παρελθόν να περιορίσει τμήματα του φιλοπολεμικού κινήματος που ξέφυγαν από τον έλεγχό του, όπως με τη φυλάκιση του δημοφιλούς ακροδεξιού σχολιαστή Ίγκορ Γκίρκιν το 2024.
Με δισεκατομμύρια ρούβλια να ρέουν προς τον πόλεμο στην Ουκρανία, το χρήμα έχει αναδειχθεί σε νέο πεδίο αντιπαράθεσης.
«Στην ουσία, η σύγκρουσή τους είναι μάχη για πόρους», εξηγεί ο Ρώσος ερευνητής και συγγραφέας Ίβαν Φιλίποφ, ειδικός στο φιλοπολεμικό κίνημα της χώρας. Περιγράφει πώς ο ισχυρός τηλεοπτικός προπαγανδιστής Βλαντίμιρ Σολοβιόφ, πρόσωπο-κλειδί του στρατοπέδου των «πιστών» με στενές σχέσεις με το υπουργείο Άμυνας, ηγήθηκε της εκστρατείας εναντίον των φιλοπολεμικών μπλόγκερ και εθελοντών, εξοργισμένος, όπως λέγεται, επειδή πολλοί από αυτούς συγκέντρωναν περισσότερα χρήματα για το μέτωπο από ό,τι η δική του κρατικά εγκεκριμένη φιλανθρωπική οργάνωση.
Η ειρωνεία αυτής της καταστολής δεν πέρασε απαρατήρητη από τη ρωσική αντιπολίτευση.
«Είναι σχεδόν διασκεδαστικό να βλέπεις εκείνους που δεν διαμαρτυρήθηκαν ποτέ όταν φυλακίζονταν φιλελεύθεροι, να ανακαλύπτουν τώρα ότι στη Ρωσία η δικαιοσύνη είναι επιλεκτική — ότι οποιοσδήποτε μπορεί να φυλακιστεί χωρίς λόγο», σχολίασε ο Φιλίποφ. Πρόσθεσε πως η κατάσταση θυμίζει το παλιό σοβιετικό μοτίβο: «Σύντροφε Στάλιν, έχει γίνει τρομερό λάθος!» — τη φράση που χρησιμοποιούσαν οι πιστοί κομμουνιστές όταν συνειδητοποιούσαν πως ούτε οι ίδιοι θα γλίτωναν από τις εκκαθαρίσεις.
«Είναι μια παρεξήγηση», διαμαρτυρήθηκε ο Μάρκοφ, λίγες ώρες μετά την ένταξή του στη λίστα των «ξένων πρακτόρων».
Ο Αλιόχιν, από την πλευρά του, υιοθέτησε φρασεολογία που θυμίζει οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, υποστηρίζοντας ότι ο νόμος περί «ξένων πρακτόρων» «παραβιάζει το ίδιο το ρωσικό Σύνταγμα» και συνιστά «σοβαρή προσβολή των πολιτικών δικαιωμάτων».
Η Σούλμαν προβλέπει πως οι συλλήψεις θα συνεχιστούν. Αφού το καθεστώς έχει ήδη φυλακίσει ή εξορίσει σχεδόν κάθε αντιπολεμική φωνή, όπως λέει, τώρα θα αναζητήσει νέους «εχθρούς».
«Ο ρωσικός κατασταλτικός μηχανισμός πρέπει να καλύπτει τα ποσοστά του. Η μηχανή πρέπει να συνεχίσει να τρέφεται», καταλήγει.
Πηγή: skai.gr













