O Ρόμπερτ Ρέντφορντ, ο εμβληματικός ηθοποιός και σκηνοθέτης που σφράγισε τον αμερικανικό κινηματογράφο, πέθανε σε ηλικία 89 ετών στο σπίτι του στη Γιούτα.
Τον θάνατό του ανακοίνωσε η Σίντι Μπέργκερ, διευθύνουσα σύμβουλος του γραφείου δημοσίων σχέσεων Rogers & Cowan PMK. Όπως ανέφερε, πέθανε στον ύπνο του, χωρίς όμως να αναφέρει συγκεκριμένη αιτία.
Ο Ρέντφορντ άφησε την τελευταία του πνοή στο σπίτι του στο Sundance, στα βουνά της Γιούτα, έχοντας στο πλευρό του τα αγαπημένα του πρόσωπα, ανέφερε στο Reuters η Σίντι Μπέργκερ.
Ως ηθοποιός, πρωταγωνίστησε σε ταινίες όπως το «Butch Cassidy and the Sundance Kid» (1969), το «Όλοι οι άνθρωποι του προέδρου» (1976), το «Three Days of the Condor» (1975) και το «The Sting» (1973), που του χάρισε την πρώτη και μοναδική του υποψηφιότητα για Όσκαρ ερμηνείας.
Το πάθος του για τον κινηματογράφο τον οδήγησε στη δημιουργία του Ινστιτούτου Sundance, ενός μη κερδοσκοπικού οργανισμού που στηρίζει τον ανεξάρτητο κινηματογράφο και το θέατρο και έχει καθιερωθεί διεθνώς μέσα από το ετήσιο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Sundance.
Παράλληλα, υπήρξε ενεργός ακτιβιστής για το περιβάλλον και από το 1961 εγκαταστάθηκε στα βουνά της Γιούτα και πρωτοστάτησε σε δράσεις για την προστασία του φυσικού τοπίου της πολιτείας και της αμερικανικής Δύσης.
Αρχικά απορρίφθηκε ως «άλλος ένας ξανθός της Καλιφόρνια», όμως η γοητεία του και τα χαρακτηριστικά του τον κατέστησαν για μισό αιώνα έναν από τους πιο εμπορικούς πρωταγωνιστές του Χόλιγουντ και έναν από τους πιο αναγνωρίσιμους και αγαπημένους σταρ του παγκόσμιου κινηματογράφου.
Μάγεψε το κοινό σε ρομαντικούς ρόλους όπως στο «Πέρα από την Αφρική», ανέδειξε την πολιτική πλευρά του στο «The Candidate» και στο «Όλοι οι άνθρωποι του προέδρου», ενώ αποδόμησε την εικόνα του «χρυσού αγοριού» σε ταινίες όπως το «The Electric Horseman», όπου υποδύθηκε έναν αλκοολικό πρώην καουμπόι του ροντέο, και το «Indecent Proposal», ως μεσήλικας εκατομμυριούχος που αγοράζει τον έρωτα.
Με τα εκατομμύρια που κέρδισε ίδρυσε τη δεκαετία του 1970 το Ινστιτούτο και το Φεστιβάλ Sundance, προωθώντας τον ανεξάρτητο κινηματογράφο πολύ πριν αυτός γίνει μόδα.
Δεν κέρδισε ποτέ Όσκαρ ερμηνείας, αλλά η πρώτη του σκηνοθετική δουλειά, το οικογενειακό δράμα «Ordinary People» (1980), απέσπασε τα Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας και Σκηνοθεσίας.
Ωστόσο, έμεινε περισσότερο γνωστός για τις δύο πρώιμες συνεργασίες του με τον Πολ Νιούμαν: το γουέστερν «Butch Cassidy and the Sundance Kid» (1969) και το «The Sting» (1973), που αναδείχθηκαν σε κλασικά του αμερικανικού σινεμά. Παρά τη χημεία τους και τη μακρόχρονη φιλία τους, δεν συνεργάστηκαν ξανά μέχρι τον θάνατο του Νιούμαν το 2008.
Το «Butch Cassidy» έκανε τον Ρέντφορντ αστέρι από τη μια μέρα στην άλλη, αλλά εκείνος δεν αισθάνθηκε ποτέ άνετα με τη διασημότητα ούτε με την εικόνα του «αρσενικού ειδώλου», που τον ακολουθούσε ακόμα και μετά τα 60 του.
Ιδιαίτερα προσεκτικός με την προσωπική του ζωή, αγόρασε γη στη Γιούτα στις αρχές της δεκαετίας του 1970 για να φτιάξει ένα οικογενειακό καταφύγιο, απολαμβάνοντας ένα επίπεδο ιδιωτικότητας άγνωστο στους περισσότερους σταρ. Ο πρώτος του γάμος διήρκεσε περισσότερα από 25 χρόνια, μέχρι το διαζύγιό του το 1985. Το 2009 παντρεύτηκε για δεύτερη φορά τη Γερμανίδα καλλιτέχνιδα και μακροχρόνια σύντροφό του, Σίμπιλ Ζάγκαρς.
Χρησιμοποίησε τη φήμη του για να επιλέγει απαιτητικά κινηματογραφικά πρότζεκτ, ενώ στήριξε διακριτικά περιβαλλοντικές οργανώσεις όπως το Natural Resources Defense Council και το National Wildlife Federation. «Μερικοί άνθρωποι έχουν αναλύσεις. Εγώ έχω τη Γιούτα», είχε σχολιάσει.
Αν και ποτέ δεν έδειξε ενδιαφέρον να εισέλθει στην πολιτική, εξέφραζε συχνά φιλελεύθερες απόψεις. Σε συνέντευξή του το 2017, κατά την προεδρία του Ντόναλντ Τραμπ, είχε δηλώσει στο Esquire ότι «η πολιτική βρίσκεται σε πολύ σκοτεινό σημείο αυτή τη στιγμή» και ότι ο Τραμπ θα έπρεπε «να παραιτηθεί για το καλό μας».
Το όνειρο να γίνει ζωγράφος
Ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ γεννήθηκε στις 18 Αυγούστου 1937 στη Σάντα Μόνικα του Λος Άντζελες, σε μια οικογένεια που ο ίδιος χαρακτήριζε «κατώτερης εργατικής τάξης». Εξασφάλισε υποτροφία στο μπέιζμπολ, την οποία όμως έχασε εξαιτίας της έντονης κοινωνικής του ζωής.
Αποφασισμένος να γίνει καλλιτέχνης, μετακόμισε αρχικά στην Ιταλία και αργότερα στη Νέα Υόρκη για να σπουδάσει ζωγραφική. Εγγράφηκε σε δραματική σχολή με στόχο να ασχοληθεί με το σκηνικό σχέδιο («η υποκριτική μου φαινόταν γελοία», θυμόταν), όμως τελικά πείστηκε να ανέβει στη σκηνή και το 1959 ήταν ήδη μόνιμος ηθοποιός στο Μπρόντγουεϊ, ενώ σύντομα άρχισε να εμφανίζεται και στην τηλεόραση.
Πρωτοεμφανίστηκε στον κινηματογράφο το 1962 με την ταινία χαμηλού προϋπολογισμού «Warhunt», αλλά έγινε γνωστός το 1967 με το «Ξυπόλητοι στο πάρκο», δίπλα στην Τζέιν Φόντα.
Απέρριψε τον ρόλο που ενσάρκωσε ο Ντάστιν Χόφμαν στον «Πρωτάρη» («ποτέ δεν έμοιαζα με 21χρονο φοιτητή που δεν είχε κάνει ποτέ σεξ», σχολίασε αργότερα) και προτίμησε το «Butch Cassidy and the Sundance Kid». Τη δεκαετία του 1970 ακολούθησαν ταινίες όπως το «The Way We Were» και το «Ο μεγάλος Γκάτσμπι».
Από τη δεκαετία του 1980 αφιέρωσε περισσότερο χρόνο στην παραγωγή ταινιών και στην ίδρυση του Ινστιτούτου Sundance, ενός εργαστηρίου για νέους κινηματογραφιστές, καθώς και του Φεστιβάλ Sundance, που εξελίχθηκε σε ένα από τα σημαντικότερα βήματα για τον ανεξάρτητο κινηματογράφο παγκοσμίως.
Το 2001 τιμήθηκε με Τιμητικό Όσκαρ για τη συνολική του προσφορά.
Παρέμεινε ενεργός ως ηθοποιός και παραγωγός μέχρι το τέλος της ζωής του. Το 2017 συνεργάστηκε ξανά με την Τζέιν Φόντα για το Netflix στο δράμα «Our Souls at Night», μια ιστορία αγάπης ανάμεσα σε ένα χήρο και μια χήρα. «Ζω για τις ερωτικές σκηνές μαζί του», είχε δηλώσει τότε η Φόντα στη Βενετία.
Ο Ρέντφορντ είχε ανακοινώσει τότε ότι αυτή θα ήταν μια από τις τελευταίες του ερμηνείες, καθώς σκόπευε να αφοσιωθεί περισσότερο στη σκηνοθεσία και στην πρώτη του αγάπη — την τέχνη.
Πηγή: skai.gr