Οι επέτειοι του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου αποκτούν νέο νόημα λόγω της ουκρανικής κρίσης και του νέου ψυχρού πολέμου
Του Κώστα Αργυρού
Η 9η Μαΐου είναι ημέρα-ορόσημο για την Ευρώπη, που οφείλει πολλά στις ΗΠΑ, αλλά πλέον επιδιώκει μεγαλύτερη αυτονομία. Η Ευρώπη της ειρήνης και της ενότητας αν ανατρέξει στις ρίζες της, θα θυμηθεί ότι οφείλει πολλά στη στήριξη των ΗΠΑ, από τις οποίες αναγκάζεται σήμερα να απογαλακτιστεί.
Η ένατη μέρα του Μαΐου είναι μια ημέρα επετείων. Ημέρα της Ευρώπης. Ημέρα της αντιφασιστικής νίκης για τους πρώην Σοβιετικούς. Η συνθηκολόγηση της Γερμανίας «γιορτάζεται» μία ημέρα νωρίτερα στην ίδια τη Γερμανία, στις 8 Μαΐου, που φέτος συμπληρώνονται επίσης 80 χρόνια από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Στο μεταξύ, στη Γερμανία προτιμούν να την αποκαλούν και ημέρα «απελευθέρωσης» της ίδιας από τον ναζισμό, γιατί προφανώς ακούγεται λιγότερο ενοχικό στα αυτιά πολλών σημερινών Γερμανών.
Τα τελευταία χρόνια, ως αποτέλεσμα της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, οι νικήτριες δυνάμεις δεν γιορτάζουν πλέον μαζί. Η Ρωσία θεωρείται πλέον απειλή, και στις περισσότερες χώρες της Δυτικής Ευρώπης η κοινή γνώμη προετοιμάζεται ψυχολογικά για έναν νέο, μακροχρόνιο Ψυχρό Πόλεμο, που κατά τη γνώμη ορισμένων δεν αποκλείεται στο ορατό μέλλον να εξελιχθεί και πάλι σε θερμό.
Θα γιορτάσουμε με τον Τραμπ;
Φέτος υπάρχει μια επιπρόσθετη ιδιαιτερότητα. Η πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ, αποκορύφωμα μιας γενικότερης τάσης των ΗΠΑ εδώ και χρόνια να αλλάξουν τη σχέση τους με την Ευρώπη, αποκαλύπτει το μέγεθος της πρόκλησης για τη Γηραιά Ήπειρο να επαναπροσδιορίσει ποια είναι, τι πρεσβεύει και προς τα πού θέλει να κινηθεί. Το ερώτημα δεν είναι λοιπόν απλώς «τι, πώς και με ποιους θα γιορτάσουμε φέτος;».
Για την πολιτική ελίτ της ηπείρου μας η οριστική διάρρηξη των σχέσεων με τη Μόσχα μοιάζει πλέον δεδομένη και σχετικά εύπεπτη από την πλειοψηφία της κοινής γνώμης. Τι γίνεται όμως με το ρήγμα στις σχέσεις με τις ΗΠΑ;
Το πρόβλημα δεν είναι απλώς οικονομικό, εμπορικό ή πρακτικό. Αν θέλει να αναζητήσει κανείς απαντήσεις, θα πρέπει να έχει την ειλικρίνεια να απαγκιστρωθεί από ρομαντικές, απλοϊκές αφηγήσεις, που παρουσιάζουν μια εξαιρετικά φιλτραρισμένη εκδοχή της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Οφείλει δηλαδή να συνειδητοποιήσει ότι η αρχική σύλληψη για μια ενωμένη «Ευρώπη των φεντεραλιστών» υποστηρίχθηκε και ενισχύθηκε από την πρώτη στιγμή και από την άλλη όχθη του Ατλαντικού, καθώς συνδέθηκε με τη γνωστή προσέγγιση να κρατήσει «εντός τους Αμερικανούς, εκτός τους Σοβιετικούς και χαμηλά τους Γερμανούς». Για παράδειγμα, η «Αμερικανική Επιτροπή για μια Ενωμένη Ευρώπη» (ACUE), που ιδρύθηκε το 1948, στήριξε από τη γέννησή τους τα σχέδιά της για μια «ελεύθερη και ενωμένη Ευρώπη» απέναντι στο μπλοκ που σχηματίστηκε στην Ανατολική Ευρώπη υπό τον έλεγχο της Σοβιετικής Ένωσης.
Άλλωστε είναι γνωστή η σχέση που είχαν προσωπικότητες από τη Γαλλία, που από την αρχή επιδίωξε να βάλει χαλινάρι στη γείτονά της, με την Ουάσινγκτον, όπως ο επιχειρηματίας Ζαν Μονέ, ο πραγματικός συντάκτης της Διακήρυξης Σουμάν.
Ο άνθρακας και ο χάλυβας
Παράλληλα λοιπόν με το Σχέδιο Μάρσαλ (επισήμως ERP – European Recovery Program) και τις ιδέες του Χάρι Τρούμαν για τον περιορισμό, την ανάσχεση (containment) των Σοβιετικών, οι Αμερικανοί είχαν τη διορατικότητα να ενισχύσουν την ιδέα αυτής της Ένωσης Γαιάνθρακα και Χάλυβα που εξήγγειλε ο Ρομπέρ Σουμάν στις 09/05/1950 και την οποία γιορτάζουμε σήμερα.
Η ιστορία αυτή έχει πολλές ενδιαφέρουσες παράπλευρες πτυχές, όπως για παράδειγμα ότι το αντάλλαγμα των Γάλλων στη διαγραφή ενός μεταπολεμικού χρέους τους προς τις ΗΠΑ ήταν ότι συμφώνησαν στην προβολή αμερικανικών ταινιών στους γαλλικούς κινηματογράφους.
Η επικράτηση του αμερικανικού lifestyle στην Ευρώπη ήταν μια επιπλέον εξαιρετική σύλληψη, το κερασάκι στην τούρτα, που συνόδευσε τα σχέδια για μια Ένωση κρατών που θα συνεργάζονταν μεταξύ τους και έτσι θα ήταν πιο απλό για την Ουάσινγκτον να μπορεί να συνεργάζεται μαζί τους.
Παράλληλα, το μείγμα αυτό ευρωπαϊσμού και αμερικανισμού βοήθησε πολλούς, κυρίως στη Γερμανία, αλλά και στη Γαλλία, να «κοιτάξουν μπροστά» και να αθωωθούν με συνοπτικές διαδικασίες για τη στάση τους και τη δράση τους κατά τη διάρκεια του πολέμου. Η δήλωση πίστης στον ατλαντισμό, ειλικρινής ή όχι, λειτούργησε ως το καλύτερο συγχωροχάρτι για πολλούς.
Η αλήθεια είναι ότι το σχέδιο της «Montanunion», που θεωρείται προπομπός της ΕΕ, δεν προκάλεσε απαραίτητα πάνδημο ενθουσιασμό από την πρώτη στιγμή ούτε στη Γαλλία, όπου επικρίθηκε και από τους γκωλικούς και από τους αριστερούς, ούτε και στη Γερμανία, όπου ορισμένοι, όπως ο τότε πρόεδρος του SPD Κουρτ Σούμαχερ, το αποκάλεσε ως «παράταση της κατοχής της Γερμανίας από τους συμμάχους για τα επόμενα 50 χρόνια».
Όσο για τον τότε καγκελάριο Κόνραντ Αντενάουερ, η ιστορία λέει ότι το κείμενο του σχεδίου Σουμάν τού παρουσιάστηκε τέσσερις ώρες πριν από την υπογραφή του, χωρίς να έχει δηλαδή καν χρόνο για να το διαβάσει και να το μελετήσει προσεκτικά. Αντιδράσεις λοιπόν υπήρχαν. Αλλά η εμπλοκή των ΗΠΑ, που παρέμεναν ακόμα στην υπο κατοχή Γερμανία, επιτάχυνε διαδικασίες που θα ήταν ίσως πολύ πιο χρονοβόρες, αν οι Ευρωπαίοι είχαν μείνει «μόνοι» τους να σχεδιάσουν το μέλλον τους.
Σαν παιδί που εγκαταλείπει την οικογενειακή εστία
Σήμερα είναι θέμα ψυχρής λογικής, αλλά κυρίως πολιτικής επιβίωσης. Ανεξαρτήτως πώς στέκεται κανείς απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα, οφείλει ωστόσο να την παραδεχτεί. Η «Ενωμένη Ευρώπη» μπορεί να προέκυψε μέσα από τα οράματα κάποιων εμπνευσμένων ευρωπαϊστών, όμως θα ήταν αδύνατον να καταλήξει στη μορφή που την γνωρίζουμε σήμερα δίχως την πολύπλευρη υποστήριξη των ΗΠΑ, που παρέμειναν ενεργές και παρούσες στην ήπειρό μας για δεκαετίες, με πιο χαρακτηριστική την παρουσία τους στη Γερμανία. Κι αυτό δεν αφορά μόνο τον τομέα της Άμυνας.
Για αυτό και της είναι τόσο δύσκολο να βρει τα «πατήματά» της τώρα που η αποστασιοποίηση των ΗΠΑ επιταχύνεται με ιλιγγιώδη ρυθμό εξαιτίας και των εμμονών του Τραμπ. Ούτε θα μπορέσει να ξεκολλήσει από το τέλμα με μεγαλοστομίες και φληναφήματα, που θα ακουστούν φυσικά και φέτος σε όλες τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.
Ουσιαστικά η Ευρώπη μοιάζει με έναν νέο άνθρωπο που αναγκάζεται βίαια να εγκαταλείψει το σπίτι των γονιών του, όπου ζούσε μέχρι χθες, έχοντας λυμένα όλα τα καθημερινά, πρακτικά προβλήματα, που καλείται ξαφνικά να αντιμετωπίσει μόνη. Κυρίως όμως απώλεσε το προνόμιο να μην είναι υποχρεωμένη να σκέφτεται μακροπρόθεσμα, αφού μέσα στο πατρικό σπίτι όλα έμοιαζαν σίγουρα και δεδομένα και ήταν άλλοι αυτοί που έπαιρναν τις «μεγάλες αποφάσεις».
Πηγή: Deutsche Welle