
Σε τροχιά παρατεταμένης ακρίβειας παραμένει το ελαιόλαδο στην Ελλάδα, με την τιμή του να καταγράφει ιστορικά υψηλά τα τελευταία δύο χρόνια. Η εκτόξευση των τιμών έχει ήδη επιφέρει σημαντικές συνέπειες στην κατανάλωση, πιέζοντας τα ελληνικά νοικοκυριά που βλέπουν ένα βασικό προϊόν της καθημερινότητάς τους να μετατρέπεται σε είδος πολυτελείας.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Eurostat, η τιμή του ελαιολάδου στην Ελλάδα έχει αυξηθεί σωρευτικά κατά 137,2% από τον Ιανουάριο του 2021 έως τον Μάιο του 2024 – με τη μέση αύξηση στην ΕΕ να διαμορφώνεται στο 121,5%. Το ελαιόλαδο αναδεικνύεται πλέον σε έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες τροφοπληθωρισμού, καθώς σύμφωνα με πρόσφατες εκτιμήσεις, η αύξηση της τιμής του προσέθεσε περίπου 0,5 ποσοστιαίες μονάδες στον πληθωρισμό τροφίμων το πρώτο εξάμηνο του 2024.
Γιατί εκτοξεύτηκαν οι τιμές
Η ανοδική πορεία αποδίδεται σε έναν συνδυασμό παραγόντων, με κυρίαρχο την κλιματική αλλαγή. Ακραία καιρικά φαινόμενα και παρατεταμένες περίοδοι ξηρασίας έπληξαν σοβαρά τις σοδειές σε βασικές ελαιοπαραγωγικές χώρες όπως η Ελλάδα, η Ισπανία και η Ιταλία. Οι απώλειες στην παραγωγή λειτούργησαν ως καταλύτης για την εκτίναξη των τιμών σε διεθνές επίπεδο.
Παράλληλα, γεωπολιτικές εντάσεις και προβλήματα στις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες, μεταξύ άλλων οι επιθέσεις στην Ερυθρά Θάλασσα και η αστάθεια στη Μέση Ανατολή, ενίσχυσαν το κόστος μεταφοράς και τη γενικότερη αστάθεια στην αγορά.
Οι επιπτώσεις στα ελληνικά νοικοκυριά και η ελπίδα στον ορίζοντα
Η επίδραση της ακρίβειας είναι ήδη ορατή στην καθημερινότητα των πολιτών. Έρευνες αγοράς δείχνουν ότι η κατανάλωση ελαιολάδου έχει μειωθεί έως και 40% σε σχέση με προηγούμενα έτη, με ολοένα και περισσότερους καταναλωτές να στρέφονται σε φθηνότερα υποκατάστατα, όπως το ηλιέλαιο ή άλλα σπορέλαια.
Η μείωση αυτή είναι εντονότερη στα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα, για τα οποία το ελαιόλαδο αποτελούσε ανέκαθεν βασικό προϊόν διατροφής. Οι αλλαγές στις αγοραστικές συνήθειες δεν περιορίζονται μόνο στις ποσότητες, αλλά και στην ποιότητα του λαδιού που προτιμούν οι καταναλωτές, με σαφή μετατόπιση από το εξαιρετικά παρθένο προς φθηνότερες κατηγορίες.
Παρά το αρνητικό κλίμα, οι προοπτικές για την αγορά ελαιολάδου δείχνουν σημάδια βελτίωσης. Οι πρώτες ενδείξεις από την παραγωγική περίοδο του 2024 είναι ενθαρρυντικές, με την παραγωγή στην Ελλάδα να εκτιμάται ότι θα αυξηθεί κατά 42,9% σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Παρόμοια αύξηση προβλέπεται και για την Ισπανία, γεγονός που ενδέχεται να οδηγήσει σε σταδιακή αποκλιμάκωση των τιμών, τόσο στη χονδρική όσο και, με καθυστέρηση, στη λιανική αγορά.
Ειδικοί εκτιμούν ότι εφόσον η συγκομιδή κυλήσει ομαλά, οι τιμές ενδέχεται να υποχωρήσουν έως και 30-50% από τα σημερινά επίπεδα, με τον αντίκτυπο να γίνεται αισθητός στην αγορά από το φθινόπωρο και έπειτα.
Ωστόσο, οι αναλυτές προειδοποιούν ότι η αγορά παραμένει ευάλωτη, κυρίως λόγω των ακραίων καιρικών φαινομένων που δεν αποκλείεται να επαναληφθούν. Παράλληλα, η καθυστέρηση της αποκλιμάκωσης στη λιανική, καθώς και η έλλειψη αποθεμάτων σε χαμηλές τιμές, σημαίνουν ότι τα ελληνικά νοικοκυριά θα χρειαστεί να περιμένουν ακόμη για ουσιαστική ανακούφιση.
Οικονομολόγοι και καταναλωτικές οργανώσεις ζητούν ενίσχυση των ελέγχων στην αγορά, αλλά και μέτρα στήριξης για τα ευάλωτα νοικοκυριά. Παράλληλα, τονίζεται η ανάγκη για αναθεώρηση της αγροτικής πολιτικής, ώστε να ενισχυθεί η βιωσιμότητα της εγχώριας παραγωγής ελαιολάδου και να μειωθεί η εξάρτηση από εξωτερικούς παράγοντες.
Πηγή: skai.gr