
Οι παθογένειες της τουρκικής οικονομίας των 765 δισ. δολαρίων και των 8,4 εκατ. φτωχών μπορεί να είναι αυτές που θα φέρουν το πολιτικό τέλος του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Αυτή είναι η εκτίμηση πολιτικών και οικονομικών αναλυτών που επικαλούνται τη συνεχιζόμενη πτώση των ποσοστών του Τούρκου προέδρου στις δημοσκοπήσεις. Οι ίδιοι επισημαίνουν, μεταξύ άλλων δεινών της Τουρκίας, πως τα τελευταία χρόνια σημειώνεται ραγδαία αύξηση της φτώχειας, μολονότι τα ποσοστά των φτωχών στη γειτονική χώρα είχαν μειωθεί αισθητά την πρώτη δεκαετία της «βασιλείας» του Ερντογάν.
Το ΔΝΤ εκτιμά πως φέτος η οικονομία της Τουρκίας θα σημειώσει ανάπτυξη 9% εν μέρει και χάρη στην ανάκαμψη από την ύφεση της πανδημίας. Οπως επισημαίνουν σε σχετικό ρεπορτάζ τους οι Financial Times, αυτός ο ρυθμός ανάπτυξης θέτει την Τουρκία μπροστά από την Κίνα και μόλις λίγο πίσω από την Ινδία. Ομως πρόκειται για μια ανάπτυξη που στην πράξη δεν μεταφράζεται σε θέσεις εργασίας, ούτε σε αυξήσεις των μισθών που να αντιστοιχούν στον επιταχυνόμενο πληθωρισμό που την ίδια στιγμή «καλπάζει». Ακόμη και με τα αμφιβόλου εγκυρότητος επίσημα στοιχεία, ο δείκτης βρίσκεται στο 20%. Και βέβαια το νόμισμα της χώρας εξακολουθεί να διολισθαίνει σταθερά και όχι πάντα αργά.
Τα νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος έχουν πληγεί στον μέγιστο βαθμό από τον πληθωρισμό και τη συνεπακόλουθη ακρίβεια. Τα τελευταία δύο χρόνια, από το 2019 και μετά, και σε μεγάλο βαθμό εξαιτίας της νομισματικής κρίσης του 2019, αυξήθηκε ο αριθμός των φτωχών στη χώρα κατά 1,5 εκατ. άτομα. Σύμφωνα με τον Οζέρ Σενκάρ, υψηλόβαθμο στέλεχος της εταιρείας δημοσκοπήσεων Metropoll, «αυτήν τη στιγμή μια μεγάλη μερίδα του τουρκικού πληθυσμού δεν μπορεί να καλύψει τις βασικές ανάγκες της, με περίπου το 30% των ψηφοφόρων να δυσκολεύονται να επιβιώσουν».
Μόλις πριν από μία δεκαετία η ισοτιμία της τουρκικής λίρας προς το δολάριο ήταν 1,8 λίρες προς ένα δολάριο. Τις τελευταίες περίπου δύο εβδομάδες οδεύει στην ισοτιμία των 10 λιρών προς ένα δολάριο. Τη χαριστική βολή τής έδωσε η απόφαση της Τράπεζας της Τουρκίας να μειώσει τα επιτόκια κατά 200 μονάδες βάσης παρά τον υψηλό πληθωρισμό. Η κατάρρευση του τουρκικού νομίσματος οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην πολιτική της «ανάπτυξης με κάθε κόστος», μιας ανάπτυξης που βασίζεται στο φθηνό δανεισμό και επομένως στα χαμηλά επίπεδα των επιτοκίων. Η ραγδαία υποτίμηση του νομίσματος πλήττει όχι μόνο το βιοτικό επίπεδο των Τούρκων αλλά και τις επιχειρήσεις της χώρας. Τις φέρνει σε εξαιρετικά δεινή θέση, καθώς πολλές τουρκικές επιχειρήσεις έχουν δανειστεί σε ξένο νόμισμα, με συνέπεια να αυξάνεται διαρκώς το χρέος τους, ενώ τα έσοδά τους παραμένουν σε υποτιμημένες τουρκικές λίρες. Το αποτέλεσμα είναι ότι αδυνατούν να εξυπηρετήσουν τα χρέη τους. Τα τελευταία τρία χρόνια όλο και περισσότερες τουρκικές επιχειρήσεις προχωρούν σε αναδιαρθρώσεις χρέους.
Πηγή: Καθημερινή