
Ένας συνασπισμός Ευρωπαίων ηγετών κατάφερε να πείσει τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ ότι η Ρωσία δεν έχει καμία πρόθεση να τερματίσει τον πόλεμο στην Ουκρανία και πρέπει να εξαναγκαστεί να καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Το δύσκολο, πλέον, είναι να πεισθεί ο απρόβλεπτος Λευκός Οίκος για το πώς θα γίνει αυτό.
Την τελευταία εβδομάδα, ένας καταιγισμός διπλωματικών επισκέψεων έφερε σε επαφή κορυφαίους αξιωματούχους και από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού, με αντικείμενο νέους χρηματοοικονομικούς περιορισμούς και σχέδια για διακοπή της ροής ρωσικού πετρελαίου και φυσικού αερίου. Μάλιστα, ομάδα υψηλόβαθμων τεχνοκρατών της ΕΕ στάλθηκε στην Ουάσινγκτον, για να επεξεργαστεί τις λεπτομέρειες των προτάσεων, οι οποίες, στον πυρήνα τους, απολαμβάνουν αμοιβαίας συμφωνίας, όπως ανέφεραν στο Politico Ευρωπαίοι αξιωματούχοι και διπλωμάτες.
«Ο Τραμπ είναι πλέον με το μέρος μας. Το ερώτημα τώρα είναι πώς συνδυάζονται οι δύο διαφορετικές προσεγγίσεις», σχολίασε Ευρωπαίος διπλωμάτης, υπό καθεστώς ανωνυμίας, λόγω της μυστικότητας των συζητήσεων.
Την ώρα που η ΕΕ ολοκληρώνει το 19ο πακέτο κυρώσεων κατά της Ρωσίας από την έναρξη της εισβολής του Βλαντίμιρ Πούτιν, τον Φεβρουάριο του 2022, διαπραγματευτές τονίζουν κατ’ ιδίαν για να υπάρξει πιο αποτελεσματική δράση απαιτείται η συνεργασία με τις ΗΠΑ.
Κι αν υπάρχει ευρεία συναίνεση ότι πρέπει να ασκηθεί πίεση στον Πούτιν ώστε να οδηγηθεί σε διαπραγματεύσεις, η κυβέρνηση Τραμπ προτιμά να χρησιμοποιεί εμπορικά εργαλεία, όπως οι δασμοί, για να «στεγνώσει» το πολεμικό ταμείο του Κρεμλίνου, την ώρα που η Ε.Ε. επιμένει σε επίσημες κυρώσεις σε επιχειρήσεις και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που συναλλάσσονται με τη Μόσχα.
«Αναμένονται θερμές συζητήσεις με τις ΗΠΑ για το πώς ακριβώς θα χτυπηθεί η Ρωσία», προειδοποίησε δεύτερος Ευρωπαίος διπλωμάτης.
Κόκκινες γραμμές
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ είπε σε Ευρωπαίους αξιωματούχους αυτή την εβδομάδα ότι θέλει να επιβάλει δασμό 100% σε Ινδία και Κίνα για τις αγορές ρωσικών ενεργειακών προϊόντων, υπό την προϋπόθεση ότι θα τον ακολουθήσει και η Ευρώπη. Κάτι τέτοιο, ωστόσο, είναι οικονομικά και πολιτικά αδύνατο για τις Βρυξέλλες.
Μια τέτοια κίνηση θα αντέβαινε στις βασικές αρχές της ΕΕ, ειδικά μετά την κατηγορηματική αντίθεση της προέδρου της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, η οποία επέμεινε ότι «οι δασμοί είναι φόροι» για τους ίδιους τους καταναλωτές. Η επιβολή δασμών στην Ινδία –με την οποία η ΕΕ ετοιμάζεται να κλείσει μια μεγάλη εμπορική συμφωνία– αλλά και στην Κίνα, από την οποία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό η ευρωπαϊκή οικονομία, θα ισοδυναμούσε με πράξη αυτοκαταστροφής.
«Εμείς δεν επιβάλλουμε δασμούς. Είμαστε μια εμπορική ένωση. Είμαστε εξαγωγείς. Οι εξαγωγές είναι η μηχανή της ευρωπαϊκής οικονομίας. Αυτό είναι το DNA μας», τόνισε η Ανγκάτ Ντεμαράις, ανώτερη ερευνήτρια στο European Council on Foreign Relations.
«Αυτή είναι απλώς μια τακτική της κυβέρνησης Τραμπ να διατυπώνει μη ρεαλιστικές απαιτήσεις από τους εταίρους», πρόσθεσε. «Οι εταίροι θα πουν όχι, διότι δεν υπάρχει καμία πιθανότητα η ΕΕ να επιβάλει δασμούς, ειδικά τέτοιου μεγέθους, στην Κίνα και την Ινδία. Στη συνέχεια, η Ουάσινγκτον θα μπορεί να ισχυριστεί ότι “οι εταίροι δεν προχωρούν, άρα κι εμείς δεν μπορούμε να προχωρήσουμε”».
Σημειώνεται ότι σε πρόσφατο έγγραφο εργασίας, που κυκλοφόρησε υπό τη δανική προεδρία του Συμβουλίου της ΕΕ, εξετάστηκε το ενδεχόμενο επιβολής δασμών στη Μόσχα στο πλαίσιο του 19ου πακέτου κυρώσεων. Ωστόσο, σύμφωνα με διπλωματικές πηγές που ενημερώθηκαν για τις συζητήσεις, η πρόταση δεν βρήκε απήχηση όταν συζητήθηκε τον περασμένο μήνα.
«Αντλία» για τον Τραμπ
Ο Αμερικανός πρόεδρος κάλεσε επίσης την Ευρώπη να σταματήσει κάθε αγορά ρωσικών ορυκτών καυσίμων — έσοδα με τα οποία το Κρεμλίνο χρηματοδοτεί άρματα και στρατεύματα. Η θέση αυτή δίνει επιπλέον ώθηση σε Ευρωπαίους ηγέτες που ήδη πιέζουν για πλήρη τερματισμό των εισαγωγών.
Ο υπουργός Ενέργειας των ΗΠΑ, Κρις Ράιτ, βρέθηκε την Πέμπτη στις Βρυξέλλες για συναντήσεις, με στόχο να «κλειδώσει» τις λεπτομέρειες της συμφωνίας που επετεύχθη ανάμεσα στον Τραμπ και την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, ώστε η Ε.Ε. να αγοράσει επιπλέον αμερικανικό αέριο, πετρέλαιο και πυρηνικά καύσιμα αξίας 750 δισ. δολαρίων.
«Οι στόχοι αυτοί για εισαγωγές ενέργειας είναι φιλόδοξοι», δήλωσε ο Ράιτ σε τηλεδιάσκεψη με δημοσιογράφους. «Οι ΗΠΑ μπορούν σίγουρα να τους καλύψουν, αλλά πρόκειται για ένα πλαίσιο που αναμένει σημαντική αύξηση του εμπορίου ενέργειας από τη χώρα μας …οι εξαγωγές LNG των ΗΠΑ θα πρέπει να αναπτυχθούν ώστε να αντικαταστήσουν το υπόλοιπο ρωσικό φυσικό αέριο που ακόμη εισάγεται στην Ευρώπη».
Σε κοινή συνέντευξη Τύπου μετά τη συνάντηση με τον Αμερικανό ομόλογό του, ο Ευρωπαίος επίτροπος Ενέργειας, Νταν Γέργκενσεν, ανέφερε ότι σκοπεύει να επισπεύσει τη δέσμευση της Ένωσης να τερματίσει όλες τις εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου έως το τέλος του 2027 — αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο να επισπευσθεί ακόμη περισσότερο, εφόσον υπάρξει συμβιβασμός με τα κράτη-μέλη.
«Έχω καταθέσει πρόταση για απαγόρευση εισαγωγών ρωσικού φυσικού αερίου», είπε. «Για να γίνει αυτό με τρόπο που δεν θα οδηγήσει σε αυξήσεις τιμών ή προβλήματα ασφάλειας εφοδιασμού στην Ευρώπη, χρειαζόμαστε βοήθεια από τους Αμερικανούς φίλους μας. Πρέπει να εισάγουμε περισσότερο LNG από τις ΗΠΑ».
Πέρα από το ότι αποτελεί μεγάλη εμπορική ευκαιρία για τις ΗΠΑ, η πρόταση δίνει επίσης στην Κομισιόν ισχυρότερο διαπραγματευτικό χαρτί έναντι χωρών φιλικών προς το Κρεμλίνο, όπως η Ουγγαρία και η Σλοβακία, οι οποίες αντιστέκονται στα σχέδια για οριστική αποσύνδεση από τη Ρωσία.
Πηγή: skai.gr

	    	
		    






								
								






								