
Όταν ο Ντόναλντ Τραμπ ανέλαβε τη δεύτερη θητεία του στις αρχές του 2025, διακήρυξε ότι στόχος του ήταν να «σταματήσει όλους τους πολέμους» και να μείνει στην ιστορία ως «ειρηνοποιός». Μόλις έξι μήνες αργότερα, οι ισραηλινές επιθέσεις στο Ιράν επαναφέρουν το ενδεχόμενο μιας γενικευμένης περιφερειακής σύρραξης στη Μέση Ανατολή — και δοκιμάζουν ευθέως τις δεσμεύσεις του Αμερικανού προέδρου.
Αν και ο Τραμπ δεν ανέλαβε επισήμως την ευθύνη για τις επιθέσεις, φαίνεται να τις είχε εγκρίνει σιωπηρά. Η στάση του προκαλεί έντονη ανησυχία ακόμα και εντός της δικής του πολιτικής βάσης, ιδιαίτερα στους υποστηρικτές του δόγματος «America First», που αντιτίθενται σε κάθε μορφή στρατιωτικής εμπλοκής των ΗΠΑ στο εξωτερικό.
Ο Τρίτα Πάρσι, αντιπρόεδρος του ινστιτούτου Quincy, δήλωσε ότι «πολλοί στη βάση του ‘America First’ νιώθουν προδομένοι και εξοργισμένοι. Θεωρούν πως αυτού του είδους οι πόλεμοι είναι που υπονομεύουν τη Ρεπουμπλικανική προεδρία και οδηγούν σε εγκατάλειψη της εσωτερικής πολιτικής ατζέντας».
Αυξανόμενες επικρίσεις από δεξιά
Σύμφωνα με το Al Jazeera, συντηρητικοί σχολιαστές και πολιτικοί εκφράζουν ανοιχτά τη διαφωνία τους με τις ισραηλινές επιχειρήσεις. Ο Τάκερ Κάρλσον, εμβληματική φυσιογνωμία του κινήματος MAGA, έγραψε πως το Ισραήλ έχει δικαίωμα να πολεμήσει ως κυρίαρχο κράτος, αλλά «όχι με την υποστήριξη της Αμερικής». Προειδοποίησε ότι ένας πόλεμος με το Ιράν θα μπορούσε να γεννήσει νέο κύμα τρομοκρατίας ή να οδηγήσει στον θάνατο χιλιάδων Αμερικανών.
Ανάλογες απόψεις εξέφρασε και ο γερουσιαστής Ραντ Πολ, λέγοντας ότι οι πολίτες «ψήφισαν Τραμπ το 2024 ακριβώς για να σταματήσουν οι ατελείωτοι πόλεμοι» και καλώντας τον πρόεδρο να επιμείνει στη στρατηγική του απομονωτισμού. Η βουλευτής Μάρτζορι Τέιλορ Γκριν έγραψε απλώς: «Προσεύχομαι για ειρήνη. Αυτός είναι ο επίσημος λόγος μου».
Ορισμένοι από τους επικριτές, όπως ο Τσάρλι Κερκ — ένθερμος υποστηρικτής του Ισραήλ — τόνισαν ότι η βάση του Τραμπ «δεν θέλει κανενός είδους εμπλοκή» και δεν επιθυμεί η Ουάσιγκτον να «παγιδευτεί σε ξένες ατζέντες».
Η αντίφαση με την ειρηνευτική ρητορική
Παρά το γεγονός ότι ώρες πριν τις επιθέσεις ο Τραμπ διακήρυξε πως προτιμά τη διπλωματία με την Τεχεράνη, παραδέχτηκε πως ήταν ενήμερος για τα ισραηλινά σχέδια. Δεν φαίνεται να παρενέβη για να τα αποτρέψει. Μάλιστα, απέδωσε την ευθύνη στην ηγεσία του Ιράν, λέγοντας πως «είχαν ειδοποιηθεί».
Ο Πάρσι υποστηρίζει ότι ο Τραμπ λειτούργησε με δόλο: «Έδωσε την εντύπωση ότι προκρίνει τη διπλωματία, ώστε όταν ξεσπάσουν οι επιθέσεις να φανούν ως ατυχές γεγονός. Αντί γι’ αυτό, οι επιθέσεις ήρθαν πριν καν ολοκληρωθούν οι προγραμματισμένοι γύροι διαπραγματεύσεων».
Αν και αρκετοί Ρεπουμπλικάνοι και Δημοκρατικοί στηρίζουν ανοιχτά τις ισραηλινές ενέργειες, εντός του κόμματος του Τραμπ ενισχύεται ένα μπλοκ που ζητά αποστασιοποίηση από τη μακροχρόνια στρατηγική στήριξης προς το Ισραήλ.
Ο Τζον Χόφμαν, αναλυτής του Cato Institute, ανέφερε ότι η συγκεκριμένη τάση είναι ιδιαίτερα έντονη στους νεότερους Ρεπουμπλικανούς: «Το εκλογικό σώμα έχει κουραστεί από τους ατελείωτους πολέμους. Οι αναμνήσεις του Ιράκ και του Αφγανιστάν είναι ακόμη νωπές — και τα αποτελέσματα, καταστροφικά».
Ο Τραμπ είχε εκμεταλλευτεί την οργή για τους πολέμους στη Μέση Ανατολή κατά την καμπάνια του το 2024, δηλώνοντας ότι αν ήταν πρόεδρος την περίοδο της απόσυρσης από το Αφγανιστάν, «δεν θα είχε συμβεί αυτή η εθνική ταπείνωση». Δεν δίστασε να επιτεθεί και στην Καμάλα Χάρις, κατηγορώντας την ότι συμπορεύεται με τους «πολεμοχαρείς Τσέινι», και ότι εκπροσωπεί μια πολιτική επέμβασης σχεδόν «σε κάθε μουσουλμανική χώρα».
Παρά τις προεκλογικές εξαγγελίες του, η σιωπηρή συναίνεση του Τραμπ στις επιθέσεις του Ισραήλ θέτει εν αμφιβόλω τον ρόλο του ως ειρηνοποιού. Ο Χόφμαν προειδοποιεί ότι, με δεδομένους τους δεσμούς Ουάσιγκτον–Τελ Αβίβ και τις φωνές υπέρ της σύγκρουσης εντός των Ρεπουμπλικανών (όπως ο γερουσιαστής Λίντσεϊ Γκράχαμ), «ο κίνδυνος οι ΗΠΑ να παρασυρθούν σε πόλεμο είναι υπαρκτός και σοβαρός».
Πηγή: skai.gr

	    	
		    






								
								






								