
Λονδίνο, Ιωάννης Χανιωτάκης
Ο Βρετανός πρωθυπουργός, Κιρ Στάρμερ, και η κυβέρνησή του βρίσκονται στο επίκεντρο έντονης πολιτικής πίεσης μετά την κατάρρευση μιας πολύκροτης υπόθεσης κατασκοπείας.
Συγκεκριμένα, η δίωξη εναντίον δύο ανδρών που κατηγορούνται ότι κατασκόπευαν για λογαριασμό της Κίνας σταμάτησε απότομα, με τον ίδιο τον γενικό εισαγγελέα της χώρας, Στίβεν Πάρκινσον, να κατηγορεί ευθέως την κυβέρνηση για την αποτυχία αυτή. Όπως αποκάλυψε, η υπηρεσία του αναζητούσε αποδεικτικά στοιχεία «για πολλούς μήνες», αλλά αυτά δεν παρασχέθηκαν ποτέ.
Για να προχωρήσει η υπόθεση στο δικαστήριο, οι εισαγγελείς χρειάζονταν μια επίσημη κυβερνητική επιβεβαίωση ότι η Κίνα αποτελούσε απειλή για την εθνική ασφάλεια κατά τον χρόνο που φέρεται να διαπράχθηκαν τα αδικήματα. Ο πρωθυπουργός υπερασπίστηκε την κυβέρνησή του, στρέφοντας τα βέλη στην προσέγγιση της προηγούμενης κυβέρνησης των Συντηρητικών απέναντι στην Κίνα. Υποστήριξε ότι, εφόσον τα φερόμενα αδικήματα έλαβαν χώρα μεταξύ Δεκεμβρίου 2021 και Φεβρουαρίου 2023, η στάση των Τόρις εκείνη την περίοδο είναι νομικά κρίσιμη, καθώς ούτε εκείνοι είχαν χαρακτηρίσει την Κίνα ως απειλή για την εθνική ασφάλεια.
Η δίωξη εναντίον του Κρίστοφερ Κας, πρώην κοινοβουλευτικού ερευνητή, και του Κρίστοφερ Μπέρι, δασκάλου, εγκαταλείφθηκε στις 15 Σεπτεμβρίου, αφού και οι δύο άνδρες αρνήθηκαν τις κατηγορίες βάσει του νόμου περί κρατικών απορρήτων. Η κατάρρευση της υπόθεσης ακολούθησε μια απόφαση του ανωτάτου δικαστηρίου σε ξεχωριστή υπόθεση, η οποία απαιτούσε από τους εισαγγελείς να αποδείξουν ότι η Κίνα αποτελούσε απειλή για την εθνική ασφάλεια του Ηνωμένου Βασιλείου κατά τον χρόνο τέλεσης των αδικημάτων.
Σε επιστολή του προς προέδρους κοινοβουλευτικών επιτροπών, ο Πάρκινσον εξήγησε ότι, παρόλο που υπήρξαν περαιτέρω καταθέσεις μαρτύρων, «καμία από αυτές δεν ανέφερε ότι κατά τον χρόνο του αδικήματος η Κίνα αποτελούσε απειλή για την εθνική ασφάλεια, και στα τέλη Αυγούστου του 2025 έγινε αντιληπτό ότι αυτά τα στοιχεία δεν θα προσκομίζονταν». Κατέληξε λέγοντας: «Όταν αυτό έγινε σαφές, η υπόθεση δεν μπορούσε να προχωρήσει».
Τα πυρά της κατά της κυβέρνησης έστρεψε και η αντιπολίτευση. Ο Κας εργαζόταν στο παρελθόν για την βουλευτή των Συντηρητικών, Αλίσια Κερνς, η οποία κάλεσε τους υπουργούς να «αποκαλύψουν την αλήθεια» για την κατάρρευση της υπόθεσης. Σε δήλωσή της στο πρακτορείο ειδήσεων PA, ανέφερε: «Η κυβέρνηση πρέπει να πει την αλήθεια – ποιος είναι υπεύθυνος για τον τορπιλισμό της δίωξης; Η συνεχιζόμενη κωλυσιεργία προκαλεί περαιτέρω ανησυχίες για απόκρυψη ή συνωμοσία. Οι Εργατικοί κατάφεραν να υπονομεύσουν τις αρχές επιβολής του νόμου, τις υπηρεσίες ασφαλείας και τους εισαγγελείς μας, στέλνοντας ταυτόχρονα στην Κίνα και τον βρετανικό λαό το μήνυμα ότι δεν θα υπερασπιστούν τη δημοκρατία μας».
Από την πλευρά του, ο εκπρόσωπος των Φιλελεύθερων Δημοκρατών για εξωτερικές υποθέσεις, Κάλουμ Μίλερ, δήλωσε: «Η Κίνα αποτελεί σαφώς απειλή για την εθνική ασφάλεια του Ηνωμένου Βασιλείου. Ο επικεφαλής της MI6 το είπε αυτό το 2021. Είναι σοκαριστικό το γεγονός ότι μια υπόθεση εναντίον δύο ανδρών που κατηγορούνται ότι ενεργούσαν για λογαριασμό της Κίνας για να αποκτήσουν απόρρητες πληροφορίες από βουλευτές κατέρρευσε, επειδή υπουργοί και αξιωματούχοι της κυβέρνησης αρνήθηκαν να επιβεβαιώσουν ότι η Κίνα είναι μια απειλή».
Ο Στάρμερ εξήγησε ότι αναδρομικές αλλαγές πολιτικής δεν μπορούν να εφαρμοστούν σε αδικήματα του παρελθόντος. «Ως εκ τούτου, οι δηλώσεις συντάχθηκαν τότε σύμφωνα με την πολιτική της τότε κυβέρνησης και δεν έχουν αλλάξει. Αυτή ήταν η θέση τότε. Δεν μπορείς να διώξεις κάποιον δύο χρόνια αργότερα για έναν χαρακτηρισμό που δεν υπήρχε εκείνη την εποχή», δήλωσε σε δημοσιογράφους.
Η σημερινή κυβέρνηση χαρακτηρίζει την Κίνα ως «μια περίπλοκη και επίμονη πρόκληση» αντί να την ονομάζει άμεση απειλή. Πολιτικοί αναλυτές εκτιμούν ότι οι προσπάθειες του Στάρμερ να οικοδομήσει σχέσεις με τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου ενδέχεται να εξηγούν την απροθυμία της κυβέρνησης να υιοθετήσει σκληρότερη γλώσσα κατά του Πεκίνου.
Πηγή: skai.gr