Tης Σοφίας Νεοφύτου
Η αιματηρή συμπλοκή στα Βορίζια, με δύο νεκρούς και πολλούς τραυματίες, δεν είναι απλώς μια σύγχρονη έκρηξη βίας.
Είναι το τελευταίο επεισόδιο ενός παλιού μηχανισμού, που λειτουργεί ακόμη στα βουνά γύρω από τον Ψηλορείτη, όπως τονίζεται και μέσα από την έρευνα του κοινωνικού ανθρωπολόγου και αναπληρωτής καθηγητή στην Κοινωνική Ανθρωπολογία, Άρη Τσαντηρόπουλου.
Στο επιστημονικό του άρθρο“Collective Memory and Blood Feud: The Case of Mountainous Crete”, ο Τσαντηρόπουλος εξηγεί πως η βεντέτα στην Κρήτη δεν είναι μόνο μία υπόθεση μεταξύ οικογενειών αλλά κάτι βαθιά αποτυπωμένο στη συλλογική μνήμη.

Είναι, όπως γράφει, «μια μορφή κοινωνικής σύγκρουσης ανάμεσα σε συγγενικές ομάδες, όπου το έγκλημα υπερβαίνει την προσωπική ευθύνη και μετατρέπεται σε υποχρέωση αίματος ολόκληρου του σογιού».
Η τιμή ως κοινωνικό κεφάλαιο
Όπως αναφέρει ο ερευνητής, η βεντέτα δεν είναι απλώς πράξη εκδίκησης, αλλά μηχανισμός κοινωνικής αποκατάστασης και έτσι η προσβολή πρέπει να ισορροπηθεί με μια αντίδραση ανάλογη, με «ένα είδος ανταλλαγής θανάτου» .
Στα χωριά γύρω από τον Ψηλορείτη, μια προσβολή, μια κλοπή, ακόμη και ένα «ατυχές» τροχαίο μπορεί να αναζωπυρώσει παλιά μίση. Ο λόγος; «Οι πράξεις αποκτούν κοινωνική σημασία, καθώς συνδέονται με τις ισορροπίες πολιτικής και κοινωνικής δύναμης ανάμεσα σε συγγενικές ομάδες».
Το DNA της βεντέτας
Ένα από τα πιο εντυπωσιακά ευρήματα του επιστημονικού άρθρου είναι η μεταβίβαση της μνήμης του εγκλήματος στις επόμενες γενιές.
Ο Τσαντηρόπουλος καταγράφει δύο χαρακτηριστικές περιπτώσεις: 
Η μία είναι από το 1987, όταν ένας 25χρονος βοσκός σκότωσε έναν νοσοκομειακό υπάλληλο στο Ηράκλειο για να εκδικηθεί το φόνο του θείου του, που είχε γίνει το 1958 — πέντε χρόνια πριν τη γέννησή του.
Η δεύτερη είναι το 2005, όταν ένας 24χρονος από τον Ψηλορείτη ταξίδεψε σε νησί του Αιγαίου για να βρει τον δολοφόνο του θείου του, ο οποίος είχε διαπράξει το έγκλημα το 1959. Τον εντόπισε και τον σκότωσε μέσα στο μαγαζί του.

Είναι σαφές πως σε αυτές τις περιπτώσεις, δεν υπήρχε «πρόσφατο» αίτιο, καθώς ο δράστης δεν είχε βιώσει το παλιό γεγονός, όμως η συλλογική μνήμη του φόνου είχε ενσωματωθεί στην ταυτότητά του. Ο Τσαντηρόπουλος μιλά για ένα είδος «πολιτισμικού τραύματος», που μετατρέπεται σε… μύθο κάθε οικογένειας. Έτσι «ο φόνος γίνεται σημείο αναφοράς, ένα πληγωμένο θεμέλιο πάνω στο οποίο οικοδομείται η νέα γενιά».
Ο νόμος της σιωπής
Την ίδια ώρα η «σιωπή» γύρω από τις βεντέτες, που τόσο συχνά αναφέρουν τα ΜΜΕ, δεν είναι απλώς φόβος. Είναι μηχανισμός συνέχειας της μνήμης.
Όπως σημειώνει ο ερευνητής, δεν υπάρχει λόγος που να δικαιολογεί το έγκλημα· αντίθετα, υπάρχει ένα είδος «απαγόρευσης» που κρατά το γεγονός ζωντανό μέσω της αποσιώπησης. Έτσι η σιωπή γίνεται εργαλείο διατήρησης του τραύματος και η επόμενη γενιά δεν μαθαίνει λεπτομέρειες· μαθαίνει το συναίσθημα: την οργή, την αδικία, το χρέος.
Από τη μνήμη στη συμφιλίωση
Κατά τον Τσαντηρόπουλο πάντως η βεντέτα δεν είναι μόνο παράδοση. Είναι και ένα κοινωνικό σύμπτωμα μη επεξεργασμένου πένθους και έτσι όταν η ιστορία δεν μπορεί να ειπωθεί, ξαναπαίζεται.
Η Κρήτη —και κάθε κοινωνία με βαριά μνήμη αίματος— χρειάζεται τρόπους και χώρο για να μετατρέψει το τραύμα σε αφήγηση, όχι σε νέα βία.
Μόνο τότε το «χρέος αίματος» θα πάψει να θεωρείται ιερό και θα γίνει απλώς αυτό που πάντα ήταν: το τραύμα μιας μνήμης που ζητάει λύτρωση.
Το άρθρο “Η Κρήτη ανάμεσα στην μνήμη, την τιμή και το αίμα“, δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο CRETA24.

	    	
		    






								
								







								