
Εδώ και χρόνια η Σερβία ακροβατεί μεταξύ Δύσης και Ανατολής. Η υπόθεση της NIS όμως καθιστά επιτακτική ανάγκη την άμεση λήψη αποφάσεων από την κυβέρνηση.Οι αρχές της Σερβίας βρίσκονται σε μάχη με το χρόνο: ως τις 25 Νοεμβρίου η κυβέρνηση πρέπει να αποφασίσει τι θα κάνει με την εταιρεία Naftna Industrija Srbije (NIS), η οποία δραστηριοποιείται στον χώρο του πετρελαίου και του φυσικού αερίου – και η απόφαση που καλείται να λάβει η κυβέρνηση σχετίζεται με σημαντικά διλήμματα ενεργειακής ασφάλειας, οικονομικής σταθερότητας και γεωπολιτικής, τα οποία το Βελιγράδι δεν μπορεί πλέον να αναβάλει.
Η ρωσική κρατική πετρελαϊκή εταιρεία Gazprom Neft κατέχει το 45% της NIS, ενώ μία άλλη ρωσική εταιρεία, η Intelligence, έχει ένα μερίδιο 11,3%. Η συνθήκη αυτή τοποθετεί την εταιρεία στο στόχαστρο των αμερικανικών κυρώσεων που αποσκοπούν στο να εμποδίσουν τη Ρωσία από το να χρησιμοποιεί ενεργειακά έσοδα για τη χρηματοδότηση του πολέμου στην Ουκρανία.
Οι κυρώσεις αναβλήθηκαν οκτώ φορές από τον Ιανουάριο, αλλά εν τέλει τέθηκαν σε ισχύ στις 9 Οκτωβρίου. Και η επίδρασή τους είχε άμεσο αντίκτυπο: τα αμερικανικά μέτρα διέκοψαν τη ροή αργού πετρελαίου μέσω του αγωγού JANAF, αφήνοντας τη Σερβία με αποθέματα που επαρκούν μέχρι το τέλος Νοεμβρίου, σύμφωνα με Σέρβους αξιωματούχους.
Κινδυνεύει η ενεργειακή ασφάλεια της Σερβίας
Η NIS διαδραματίζει κομβικό στρατηγικό ρόλο στο ενεργειακό σύστημα της Σερβίας, διότι διαχειρίζεται ένα διυλιστήριο στη χώρα και καλύπτει πάνω από 80% των προμηθειών βενζίνης και ντίζελ, καθώς και σχεδόν το σύνολο των καυσίμων για την αεροπορία.
Τυχόν κλείσιμο του διυλιστηρίου, όπως προειδοποιεί ο ειδικός σε θέματα ενέργειας Μίλος Ζντράβκοβιτς, θα είχε καταστροφικές συνέπειες για την οικονομία.
«Η NIS απασχολεί περίπου 14.000 άτομα και παράλληλα συνέβαλε με περίπου 2 δισεκατομμύρια ευρώ στον προϋπολογισμό το 2023 και με 2,08 δισεκατομμύρια το 2024. Επομένως, είναι ζωτικής σημασίας για το ΑΕΠ και τον προϋπολογισμό μας, δεν υπάρχουν δηλαδή περιθώρια να χάσουμε αυτά τα δημόσια έσοδα», δηλώνει στην DW ο Ζντράβκοβιτς.
Την ίδια στιγμή υπάρχει πάντως και ένας ακόμα μεγαλύτερος κίνδυνος: η NIS υπόκειται σε δευτερογενείς κυρώσεις, γεγονός που σημαίνει ότι οποιαδήποτε εταιρεία ή τράπεζα συνεργάζεται μαζί της μπορεί επίσης να υποστεί επιπτώσεις.
Η επικεφαλής της Εθνικής Τράπεζας της Σερβίας (NBS), Γιοργκοβάνκα Ταμπάκοβιτς, επιβεβαίωσε ότι η NBS έχει λάβει προειδοποιήσεις πως μπορεί να βρεθεί και η ίδια υπό δευτερογενείς κυρώσεις, σε περίπτωση συνεργασίας με νομικά πρόσωπα που υπόκεινται σε μέτρα.
«Ελπίζω να μη συμβεί κάτι τέτοιο, επειδή θα συνεπαγόταν μπλοκάρισμα όλων των πληρωμών», εξηγεί η Ταμπάκοβιτς.
Ποιες λύσεις εξετάζονται;
Μοναδικό αδιέξοδο από την κρίση φαίνεται πως είναι μια μόνιμη αλλαγή ιδιοκτησίας – δηλαδή η αποχώρηση των Ρώσων μετόχων από τη NIS.
Η Σερβία προσπαθεί τώρα να βρει μια λύση. Η υπουργός Ενέργειας, Ντουμπράβκα Τζέντοβιτς Χαντάνοβιτς, δήλωσε πως η Gazprom Neft συμφώνησε να πουλήσει το μερίδιό της στη NIS, δίχως πάντως να αποκαλύψει την ταυτότητα του αγοραστή, καθώς οι διαπραγματεύσεις βρίσκονται σε εξέλιξη.
Ο πρόεδρος της Σερβίας, Αλεξάνταρ Βούτσιτς, δήλωσε από την πλευρά του πως εάν η συμφωνία καταρρεύσει, θα είναι το σερβικό κράτος αυτό που θα αγοράσει το μερίδιο.
«Εάν δεν βρούμε άλλη λύση, θα βρούμε τα απαραίτητα χρήματα για την αγορά. Θα διαπραγματευτούμε με τους Ευρωπαίους και με όλους τους άλλους», τόνισε ο Βούτσιτς, επισημαίνοντας πως «θα εξασφαλίσουμε τα κεφάλαια». Ο Σέρβος πρόεδρος εξήγησε πως θέλει να αποφύγει «με κάθε τρόπο την κατάσχεση, εθνικοποίηση και τη δήμευση περιουσιακών στοιχείων».
Η οικονομική δημοσιογράφος Ραντόικα Νίκολιτς εκτιμά ότι μια τέτοια αγορά θα κόστιζε στη Σερβία μεταξύ 1,5 και 2 δισεκατομμύρια ευρώ. Εάν η εξαγορά χρηματοδοτηθεί από τον κρατικό προϋπολογισμό, η χώρα πιθανότατα θα χρειαστεί να αναστείλει άλλα έργα. Εναλλακτικά, θα μπορούσε να αναλάβει μεγαλύτερο χρέος ή να αντλήσει από τα αποθέματα.
«Αυτό θα ήταν ένα πολύ κακό μήνυμα, διότι τα συναλλαγματικά αποθέματα υπάρχουν για να εγγυώνται τη ρευστότητα του κράτους», εξηγεί η Νίκολιτς στην DW. «Θα ήταν μία αρκετά ριψοκίνδυνη κίνηση».
Γεωπολιτικό δίλημμα
Επειδή η Σερβία εξαρτάται ενεργειακά από την Ανατολή και οικονομικά από τη Δύση, η απόφαση για τη NIS δημιουργεί μια σειρά από αλληλένδετα διλήμματα που η χώρα δεν μπορεί πλέον να αποφύγει.
Ο ειδικός Μίλος Ζντράβκοβιτς εξηγεί σε πόσο δύσκολη θέση βρίσκεται η Σερβία: «Από τη μία πλευρά οι αμερικανικές κυρώσεις σταματούν τη λειτουργία του διυλιστηρίου. Από την άλλη, εξαρτόμαστε από το ρωσικό αέριο. Κι αυτό είναι ένα ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα, δεδομένου ότι η Σερβία καταναλώνει 2,8 – 3 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα αερίου τον χρόνο, από τα οποία 1,73 – 1,75 δισεκατομμύρια πηγαίνουν στη βιομηχανία. Και το αέριο προφανώς δεν αγοράζεται από ένα… περίπτερο – δεν μπορείς να το βρεις όποτε θέλεις».
Το Βελιγράδι προσπαθεί να «γλυκάνει» τη Δύση, σε μία δύσκολη άσκηση ισορροπίας. Προσφάτως η Σερβία ικανοποίησε μάλιστα και τα συμφέροντα της οικογένειας του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, θεσπίζοντας νόμο που επιταχύνει την αδειοδότηση για μετατροπή πρώην στρατιωτικής εγκατάστασης σε πολυτελές συγκρότημα – ένα πρότζεκτ που συνδέεται με τον Τζάρεντ Κούσνερ, σύζυγο της Ιβάνκα Τραμπ.
Και παράλληλα η σερβική κυβέρνηση προσπαθεί να μην «εκνευρίσει» τη Μόσχα και να εξασφαλίσει τη συνέχιση των προμηθειών αερίου, μέσω προσεκτικών χειρισμών της υπόθεσης με τη NIS.
Δύσκολη άσκηση ισορροπίας
Αναλυτές προειδοποιούν ότι η διατήρηση αυτής της στρατηγικής καθίστεται ολοένα πιο δύσκολη.
Κάθε καθυστέρηση ή ασαφές μήνυμα μπορεί να επηρεάσει άμεσα αποφάσεις σχετικά με χρηματοδοτήσεις και επενδύσεις αλλά και τις σχέσεις με εταίρους που αρχίζουν να δυσαρεστούνται με την «πολυδιάστατη διπλωματία» του Βελιγραδίου.
«Πολιτικά, είναι πιο σημαντική η αποκοπή από τη Ρωσία, τουλάχιστον στον τομέα της ενέργειας», δηλώνει στην DW ο Ράντομιρ Ντίκλιτς, πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κινήματος στη Σερβία. «Θα είναι επώδυνο, αλλά ήδη ζούμε για χρόνια σε μία επισφαλή κατάσταση, οπότε η ελπίδα είναι πως σταδιακά θα ανακάμψουμε». Ο ίδιος φοβάται ωστόσο πως η κυβέρνηση ενδέχεται να ενεργήσει με γνώμονα τα δικά της συμφέροντα και όχι της χώρας.
Η Ραντόικα Νίκολιτς πιστεύει ότι ανεξάρτητα από τα βραχυπρόθεσμα μέτρα για την άμεση αντιμετώπιση της κρίσης, η μακροπρόθεσμη λύση θα ήταν η είσοδος των ΗΠΑ στον ενεργειακό τομέα της Σερβίας.
«Είμαι πεπεισμένη ότι όποια συναλλαγή κι αν γίνει τώρα – υπάρχει συζήτηση και για αραβικά κεφάλαια – μπορεί να είναι μονάχα προσωρινή. Η μακροπρόθεσμη λύση θα είναι σίγουρα η είσοδος αμερικανικών κεφαλαίων σε ολόκληρο τον ενεργειακό τομέα της Σερβίας. […] Το ερώτημα είναι πώς θα υλοποιηθεί αυτό», λέει.
Οι διπλωματικές δεξιότητες και η προθυμία για συμβιβασμούς σε όλες τις πλευρές θα καθορίσουν όχι μόνο τη διεθνή θέση της Σερβίας, αλλά και την εσωτερική της σταθερότητα για τους επόμενους μήνες.
«Η σερβική πολιτική καθοδηγείται από την αρχή “ό,τι είναι να γίνει, θα γίνει”», προσθέτει ο Ζντράβκοβιτς. «Πετρέλαιο θα υπάρχει. Το θέμα είναι μόνο σε τι τιμή. Τα πρατήρια θα λειτουργούν, θα εισάγουμε – όπως εισάγει η Βοσνία-Ερζεγοβίνη ή η Κροατία. Το βιοτικό επίπεδο θα επηρεαστεί. Και όσον αφορά το αέριο, εάν οι προμήθειες κοπούν, τα πράγματα θα είναι πραγματικά δύσκολα. Δεν μπορείς να το αντικαταστήσεις», προειδοποιεί.
Καθώς η ενεργειακή εξάρτηση και οι γεωπολιτικές πιέσεις εντείνονται, τυχόν αποτυχία της Σερβίας να δράσει αποφασιστικά θα μπορούσε να αφήσει το μέλλον της χώρας στις διαθέσεις άλλων.
Επιμέλεια: Γιώργος Πασσάς
Πηγή: Deutsche Welle












