Από μετριοπαθής «Ισλαμοδημοκράτης» που στήριζαν και χειροκροτούσαν οι Δυτικοί, σε ταραχοποιό που θέλει να γίνει σουλτάνος στη θέση του σουλτάνου Μωάμεθ του Πορθητή… Η πολιτική σταδιοδρομία του 66χρονου σήμερα Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είναι ταραχώδης, κινηματογραφική, και φανερώνει και μια μακρά διαδρομή στην ψυχοσύνθεσή του. Θα έλεγε κανείς ότι η επιτυχία «μέθυσε» τον Ερντογάν, ο οποίος δεν είναι πια «ο μεταρρυθμιστής και δημοκράτης» διωκόμενος από τους Κεμαλικούς δήμαρχος Κωνσταντινούπολης, αλλά ένας αυταρχικός και απολυταρχικός ηγέτης που δε θα διστάσει να επέμβει σε χώρες της ευρύτερης περιοχής (Συρία, Ιράκ, Λιβύη) αλλά και να προκαλέσει συγκρούσεις (Ισραήλ, Ελλάδα, Αίγυπτος, Κύπρος αλλά και Σαουδική Αραβία) για να παραμείνει πάση θυσία στην εξουσία και να εξυπηρετήσει το μαξιμαλιστικό μεγαλοϊδεατικό του όραμα (λχ. «γαλάζια πατρίδα»).
Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν (Κωνσταντινούπολη, 26 Φεβρουαρίου 1954) είναι πρωθυπουργός από το 2003 έως το 2014 και πρόεδρος της Τουρκίας από τον Αύγουστο του 2014 και από τη στιγμή που πρωτοανέλαβε την εξουσία έχουν αλλάξει πολλά και στον ίδιο και την Τουρκία. Δείχνει να έχει ως πρότυπό του τον Μωάμεθ τον Πορθητή, απαξιώνοντας, αργά αλλά σταθερά, τον Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, τον θεμελιωτή της σύγχρονης κοσμικής τουρκικής δημοκρατίας. Η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί δεν είναι μόνο μια πρόκληση έναντι της Ελλάδας και της Δύσης, αλλά και σαφές μήνυμα στο εσωτερικό για τον περιορισμό του κοσμικού κράτους, αλλά και των δημοκρατικών ελευθεριών. Ο τούρκος πρόεδρος μπορεί να καυχιέται ότι «ξεδόντιασε» το κεμαλικό κατεστημένο, εκφραστής του οποίου ήταν ο στρατός, ειδικά μετά το «βολικό» γι’ αυτόν αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016, και μέχρι πρόσφατα φάνταζε πανίσχυρος, ωστόσο ο νεποτισμός, η διαφθορά και η ύφεση της τουρκικής οικονομίας, που επιτάθηκε μετά και την πανδημία του κορωνοϊού, τον κατατρύχουν.
Πριν διατελέσει πρωθυπουργός της χώρας για τρεις συνεχόμενες θητείες, υπηρέτησε και ως δήμαρχος Κωνσταντινούπολης (1994 – 1998). Υπήρξε ο ιδρυτής και πρώτος αρχηγός του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης. Με τη νίκη του στις προεδρικές εκλογές τον Αύγουστο του 2014 ο Ερντογάν έγινε ο πρώτος Τούρκος πρόεδρος που εκλέχθηκε από το λαό, μετά τον Αμπντουλαχ Γκιουλ. “Στήριγμα” προς αυτή την κατεύθυνση οι παραγκωνισμένοι Τούρκοι της υπαίθρου, μακριά από την εξευρωπαϊσμένη ελιτ Τούρκων όπως των παραλίων της Μικράς Ασίας, οι οποίοι αισθάνονταν “ριγμένοι”. Και μετά την ανάρρησή του κόμματός του στην εξουσία (AKP, Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης) βρήκαν στον “ήλιο μοίρα” οικονομικά και κοινωνικά.
Ο Ερντογάν είναι γνωστός για τις συντηρητικές του θέσεις στο θέμα των σχέσεων Κράτους και Ισλαμικής θρησκείας, οι οποίες οδήγησαν στις αιματηρές διαδηλώσεις στην Τουρκία το 2013, την υιοθέτηση των θέσεων του Νέο-Οθωμανισμού στην εξωτερική πολιτική, τη σύγκρουσή του με τον Στρατό της χώρας και την αναπτυξιακή του οικονομική πολιτική, που τον βοήθησε να έχει μια άνετη πολιτική επικράτηση στις συνεχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις. Επί των ημερών του η Τουρκία ξεκίνησε τις διαπραγματεύσεις για την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, 45 χρόνια μετά το πρώτο αίτημα της για αυτό.
Οικογένεια και σπουδές
Γεννήθηκε στις 26 Φεβρουαρίου 1954, στην περιοχή Κασίμπασα της Κωνσταντινούπολης. Η οικογένειά του είχε τουρκική και λαζική καταγωγή και διέμενε αρχικά στην περιοχή της Ριζούντας, στην οποία επέστρεψαν όταν ο Ερντογάν ήταν ακόμα μωρό. Η καταγωγή της οικογένειας είναι από την τουρκική φυλή των Bağatlιoğlu ή Bakatoğlu, τους οποίους εγκατέστησε στην περιοχή ο Σουλτάνος Μεχμέτ Φάτιχ (Μωάμεθ ο Πορθητής) όταν κατέκτησε την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας. Ο παππούς του Ερντογάν λεγόταν Τεγιούπ (Ταγίπ) Μεμίς Μπακάτογλου (και το Μπακάτογλου ήταν περισσότερο ένα εθνονύμιο/παρατσούκλι και όχι επίσημο επώνυμο). Ο Τεγιούπ – που ήταν λαζικής καταγωγής – είχε πολεμήσει εναντίον των ρωσικών στρατευμάτων, όταν είχαν καταλάβει τον ανατολικό Πόντο (μέχρι την Τραπεζούντα) και τραυματίστηκε στην περιοχή του Αρνταχάν. Η μητέρα του Ερντογάν και 2η σύζυγος του πατέρα του, ήταν Γεωργιανής καταγωγής και λεγόταν Τενζιλέ. Στα 13 του επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, όπου παράλληλα με τα μαθήματα σε μια από τις θρησκευτικές σχολές δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (σχολές İmam Hatip) αναγκαζόταν να δουλεύει στον δρόμο για να εξασφαλίσει περισσότερα χρήματα.
Σπούδασε Διοίκηση Επιχειρήσεων στη σχολή Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών του Ακσαράι, η οποία σήμερα ανήκει στο Πανεπιστήμιο Μαρμαρά (ως Σχολή Οικονομικών και Διοικητικών Επιστημών).
Στα νιάτα του υπήρξε και ποδοσφαιριστής σε τοπική ομάδα της πόλης. Προς τιμή του το στάδιο της γειτονιάς του Κασίμπασα, έδρα της τοπικής
ομάδας Κασίμπασα Σπορ Κουλουμπού, έχει πάρει το όνομα του.
Είναι παντρεμένος με την Εμινέ από τις 4 Ιουλίου 1978, και έχει 2 γιους και 2 κόρες. Η σύζυγός του φοράει την ισλαμική μαντίλα, πράγμα που αρχικά προκαλούσε συχνά αντιπαραθέσεις στην Τουρκία και την αντίδραση του στρατού και του λεγόμενου «κεμαλικού κατεστημένου». Σήμερα ο Ερντογάν έχει επιτρέψει τη χρήση μαντίλας στο δημόσιο και την παιδεία, ενώ έχει θεσπίσει και νόμους για τον περιορισμό του αλκοόλ και του προγαμιαίου σεξ και την ενίσχυση των θρησκευτικών σχολείων.
Πολιτική σταδιοδρομία
Την περίοδο των σπουδών του εισήχθη στην αντικομμουνιστική Εθνική Τουρκική Φοιτητική Ένωση ενώ αργότερα έγινε μέλος του Κόμματος Εθνικής Σωτηρίας. Μετά το πραξικόπημα του 1980 ακολούθησε μαζί με τους υποστηρικτές του Ερμπακάν το Ισλαμιστικό Κόμμα της Ευημερίας, με το οποίο συμμετείχε στο τοπικό συμβούλιο του διαμερίσματος Μπεγιογκλού της Κωνσταντινούπολης.
Φυλάκιση
Κατά τη διάρκεια της θητείας του ως δήμαρχος Κωνσταντινούπολης το Κόμμα της Ευημερίας κρίθηκε παράνομο από το Τουρκικό Συνταγματικό Δικαστήριο. Στις διαδηλώσεις που ακολούθησαν ο Ερντογάν έγινε ένας από τους κύριους ομιλητές. Τον Δεκέμβριο του 1997, σε διαδήλωση στην περιοχή του Σιίρτ, ο Ερντογάν απήγγειλε ένα ποίημα του Τούρκου εθνικιστή ποιητή των αρχών του 3ού αιώνα Ζιγιά Γκιοκάλπ. Η δημόσια ανάγνωση του συγκεκριμένου ποιήματος θεωρήθηκε από το δικαστήριο ως προτροπή για τέλεση αδικήματος και υποκίνηση σε θρησκευτικό ή φυλετικό μίσος (άρθρο 312/2 του Τουρκικού Ποινικού Κώδικα). Ο Ερντογάν ωθήθηκε σε παραίτηση από την θέση του δημάρχου το 1998 και τελικά καταδικάστηκε το 1999 σε δεκάμηνη φυλάκιση, που συνοδεύτηκε από αφαίρεση των πολιτικών του δικαιωμάτων για το συγκεκριμένο διάστημα. Η ποινή του ολοκληρώθηκε στις 24 Ιουλίου 1999.
Αρχηγός του AKP και Πρωθυπουργός της Τουρκίας
Το ισλαμικών καταβολών κόμμα του ΑΚΡ κέρδισε στις εκλογές του 2002, αλλά ο ίδιος δεν μπόρεσε να γίνει άμεσα πρωθυπουργός, λόγω κωλύματος εκλογιμότητας. Πρωθυπουργός ορίστηκε αρχικά ο άλλοτε στενός του συνεργάτης και φίλος, και νυν πολιτικός αντίπαλός του, Αμπντουλάχ Γκιουλ. Ο Ερντογάν έγινε ο 57ος πρωθυπουργός της Τουρκίας στις 14 Μαρτίου 2003. Το Μάιο του 2004, έγινε ο πρώτος Τούρκος Πρωθυπουργός που επισκέφθηκε επίσημα την Ελλάδα από το 1988 και ο πρώτος που είδε τους μουσουλμάνους της Θράκης από το 1952.
Το ΑΚΡ πέτυχε μεγάλη νίκη στις βουλευτικές εκλογές που έγιναν πρόωρα στις 22 Ιουλίου 2007, αποσπώντας ποσοστό 46,54% και καταλαμβάνοντας 340 έδρες. Το κεμαλικό Ρεμπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα έλαβε το 20,79% των ψήφων και 112 έδρες, ενώ 14,25% και 71 έδρες πήραν οι Γκρίζοι Λύκοι του ακροδεξιού Κόμματος Εθνικιστικής Δράσης. Κατόπιν της νίκης αυτής, ο Ερντογάν ορκίστηκε ξανά πρωθυπουργός.
Το κόμμα του Ερντογάν ήρθε πρώτο στις δημοτικές εκλογές, που διενεργήθηκαν στις 29 Μαρτίου του 2009, αλλά με μειωμένη τη δύναμή του σε σχέση με τις βουλευτικές του 2007. Οι εκλογές αμαυρώθηκαν από επεισόδια βίας στις κουρδικές επαρχίες, με απολογισμό έξι νεκρούς και πολλούς τραυματίες.
Στις 14 Μαΐου 2010 ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, συνοδευόμενος από τον υπουργό εξωτερικών της Τουρκίας Αχμέτ Νταβούτογλου (επίσης νυν πολιτικό του αντίπαλο) και από 320 Τούρκους επιχειρηματίες, ξεκίνησε επίσημη διήμερη επίσκεψη στην Ελλάδα, χαρακτηριζόμενη ιστορική. Στο διεθνές αεροδρόμιο Αθηνών, κατά την εθιμοτυπία τον υποδέχθηκε ο Αντιπρόεδρος της Ελληνικής Κυβέρνησης Θ. Πάγκαλος και στη συνέχεια επισκέφθηκε τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον Πρωθυπουργό στο Μέγαρο Μαξίμου και στη συνέχεια τον Πρόεδρο της Βουλής.
Κατά την παραμονή του συνομολογήθηκαν 21 συμφωνίες – μνημόνια συνεργασίας των δύο χωρών σε διάφορα θέματα καθώς και το ιδρυτικό της Συνόδου Ανωτάτου Συμβουλίου Συνεργασίας Ελλάδος Τουρκίας όπου συμμετέχουν 10 Τούρκοι και 8 Έλληνες.
Αποτυχημένο πραξικόπημα
Στις 15 Ιουλίου 2016, μέρος του τουρκικού στρατού οργάνωσε πραξικόπημα για την ανατροπή της κυβέρνησης. Οι πραξικοπηματίες προσπάθησαν να συλλάβουν τον Ερντογάν, ο οποίος εκείνη την ημέρα ήταν σε ξενοδοχείο στη Μαρμαρίδα, αλλά δεν τα κατάφεραν. Μέσω τηλεφώνου κάλεσε το λαό να μην υπακούσει τους πραξικοπηματίες, την ώρα που στρατιωτικές δυνάμεις πιστές στην κυβέρνηση αναλάμβαναν σταδιακά τον έλεγχο. Για το πραξικόπημα ο Ερντογάν, όπως και άλλοι κρατικοί αξιωματούχοι, κατηγόρησε ως υπαίτιο τον άλλοτε σύμμαχό του ιεροκήρυκα Φετουλάχ Γκιουλέν που σήμερα διαμένει στην Πενσυλβάνια των ΗΠΑ. Ο τούρκος πρόεδρος επιδιώκει την έκδοσή του.
Στις 29 Απριλίου 2017 η Τουρκία διέκοψε την πρόσβαση του πληθυσμού στη Βικιπαίδεια κατόπιν προσωρινού κυβερνητικού διατάγματος του Ερντογάν βασιζόμενο στον τουρκικό νόμο 5651, ενώ ο Ερντογάν επιδιώκει και τον έλεγχο των ξένων μέσων κοινωνικής δικτύωσης που αποτελούν «βήμα» για τους αντιφρονούντες.
Ελληνοτουρκικές σχέσεις
Στις 29 Σεπτεμβρίου 2017 ο Ταγίπ Ερντογάν αμφισβήτησε τη Συνθήκη της Λωζάνης. Είπε ότι “δώσαμε τα νησιά (του Αιγαίου) με τη Συνθήκη της Λωζάνης”, “Τα νησιά, τα οποία, αν ενδιαφερόμαστε να φωνάζεις (από τις δυτικές μικρασιατικές ακτές) θα ακουστούν από την άλλη πλευρά (τα νησιά), δώσαμε με Λωζάνης. Τι θα συμβεί τώρα με την υφαλοκρηπίδα; Τι θα συμβεί με τον εναέριο χώρο και τη γη; Ακόμα πολεμάμε για όλα αυτά”. Αυτό προκάλεσε δυσαρέσκεια στην Αθήνα. Μια ελληνική πηγή του Υπουργείου Εξωτερικών παρατήρησε ότι “όλοι πρέπει να σέβονται τη Συνθήκη της Λωζάνης,” σημειώνοντας ότι είναι “μια πραγματικότητα στον πολιτισμένο κόσμο που κανείς δεν, συμπεριλαμβανομένης της Άγκυρας, μπορεί να αγνοήσει.”, πρόσθεσε ότι ο τούρκος ηγέτης σχόλια ήταν πιθανό να προορίζεται για την εσωτερική κατανάλωση.
Στις 16 Οκτωβρίου, τούρκος Πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δήλωσε, “δεν Μπορούμε να χαράξουμε όρια της καρδιάς μας, ούτε θα επιτρέψουμε” και ότι “η Τουρκία δεν μπορεί να αγνοήσει την συγγενείς στην Δυτική Θράκη, την Κύπρο, την Κριμαία και πουθενά αλλού”. Η Ελλάδα είδε την ομιλία του ως μια προσπάθεια που χαρακτηρίζεται από μια νεο-Οθωμανική αφήγηση και αναθεωρητισμό, να αμφισβητεί το παρελθόν συμφωνίες που εγκαταστάθηκαν στα σύνορα μεταξύ των δύο χωρών. Το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών απάντησε ότι “η Θράκη είναι ελληνική, δημοκρατική και Ευρωπαϊκή. Οποιαδήποτε άλλη σκέψη είναι αδιανόητη και επικίνδυνη”.
Σύμφωνο Τουρκίας – Λιβύης
Στις 27 Νοεμβρίου 2019 υπεγράφη στην Κωνσταντινούπολη ένα Μνημόνιο συνεργασίας μεταξύ της Τουρκικής Κυβέρνησης και της Προσωρινής Κυβέρνησης Εθνικής Συμφωνίας της Λιβύης, το οποίο όριζε τη δικαιοδοσία στη θάλασσα καθώς και τη στρατιωτική συνεργασία και ασφάλεια των δύο πλευρών. Ακολούθως, ήρθαν στη δημοσιότητα χάρτες που έδειχναν τις συμφωνηθέντες θαλάσσιες ζώνες με τις οποίες καταπατούνταν τα θαλάσσια δικαιώματα της Ελλάδας. Από την πρώτη στιγμή η ελληνική πλευρά τόνισε ότι το περιεχόμενο του εν λόγω μνημονίου/συμφωνίας Τουρκίας-Λιβύης παραβιάζει κατάφωρα το διεθνές δίκαιο της θάλασσας και δεν παράγει έννομα αποτελέσματα. Η Ελλάδα κάλεσε άμεσα τον Λίβυο πρέσβη στο Υπ. Εξωτερικών και απαίτησε να φέρει άμεσα τη Συμφωνία Τουρκίας – Λιβύης, προειδοποιώντας τον ότι σε περίπτωση που δεν το κάνει θα κηρυχθεί Persona non grata. Τελικά, η συμφωνία έφτασε στα χέρια της Ελλάδας από τρίτους. Στην Συμφωνία ορίζονται θαλάσσια σύνορα για την Τουρκία και τη Λιβύη με 18 συντεταγμένες ενώ παράλληλα καθορίζονται τα όρια των ΑΟΖ των δύο χωρών.
Στις 6 Δεκεμβρίου 2019 το ελληνικό υπ. Εξωτερικών κάλεσε εκ νέου τον Λίβυο πρέσβη και του ανακοίνωσε ότι έχει κηρυχθεί ανεπιθύμητος στη χώρα (Persona non grata) ενώ του δόθηκε προθεσμία 72 ωρών να εγκαταλείψει την χώρα. Η απόφαση της απέλασης του Λίβυου πρέσβη προκάλεσε έντονες αντιδράσεις τόσο από την πλευρά της Τουρκίας, όσο και από την πλευρά της Λιβύης. Την απόφαση απέλασης του Λίβυου πρέσβη υποστήριξε ο Αμερικανός πρέσβης στην Ελλάδα, Τζέφρι Πάιατ.
Την Ελλάδα υποστήριξαν η Ιταλία, η Ισπανία, η Κύπρος, η Ρωσία, η Αίγυπτος, η Γερμανία και το Ισραήλ/. Ο Πρόεδρος της Γαλλίας, Εμανουέλ Μακρόν εξέφρασε δημόσια τη στήριξη του στην Ελλάδα στη συνέντευξη τύπου που παραχώρησε μετά τη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ, επικρίνοντας το τουρκολιβυκό σύμφωνο.
Η πρόεδρος της Κομισιόν, Ούρσουλα Φον Ντερ Λάιεν, χαρακτήρισε «απαράδεκτη» τη δράση της Τουρκίας στο Αιγαίο ενώ ο αντιπρόεδρος της Κομισιόν και ύπατος εκπρόσωπος της Ε.Ε. για ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, Γιόσεπ Μπόρελ, εξέφρασε την αλληλεγγύη και τη στήριξη της ΕΕ στην Ελλάδα και την Κύπρο, σημειώνοντας ότι το μνημόνιο συνεργασίας Τουρκίας και Λιβύης προκαλεί «σοβαρή ανησυχία».
Ο Πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων της Λιβύης απέστειλε στις 9 Δεκεμβρίου 2019 επιστολή προς τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ, Αντόνιο Γκουτέρες, χαρακτηρίζοντας τη συμφωνία άκυρη ενώ αμφισβητεί, παράλληλα, τη νομιμότητα της Προσωρινής Κυβέρνησης της Λιβύης. Ο Πρόεδρος της Λιβυκής Βουλής προγραμματίστηκε να επισκεφτεί την Ελλάδα και να έχει συνάντηση με τον Έλληνα ομόλογο του, Κώστα Τασούλα, στις 12 Δεκεμβρίου 2019.
skai.gr – wikipedia