Ένας από τους ισχυρότερους σεισμούς που έχουν καταγραφεί ποτέ σημειώθηκε στην Ανατολική Ρωσία, χωρίς όμως – τουλάχιστον προς το παρόν – να προκαλέσει το καταστροφικό τσουνάμι που πολλοί φοβούνταν.
Ο σεισμός μεγέθους 8,8 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ σημειώθηκε την Τετάρτη στις 11:25 τοπική ώρα (00:25 ώρα Ελλάδας), προκαλώντας ανησυχία για τις παράκτιες περιοχές σε ολόκληρο τον Ειρηνικό.
Εκατομμύρια άνθρωποι απομακρύνθηκαν από τις κατοικίες τους, καθώς αναμνήσεις από το φονικό τσουνάμι της 26ης Δεκεμβρίου 2004 στον Ινδικό Ωκεανό και της Ιαπωνίας το 2011 επανήλθαν στο προσκήνιο – και τα δύο είχαν προκληθεί από σεισμούς παρόμοιου μεγέθους.
Ωστόσο, το σημερινό τσουνάμι ήταν πολύ ηπιότερο, αν και προκάλεσε ζημιές σε ορισμένες περιοχές. Τι ήταν αυτό λοιπόν που προκάλεσε τον σεισμό και γιατί δεν εξελίχθηκε σε απόλυτη καταστροφή;
Δείτε εδώ αναλυτικά όλες τις εξελίξεις από το σεισμό των 8.8 Ρίχτερ στα ανοιχτά των ακτών της Ρωσίας
Τι προκαλεί έναν mega σεισμό
Η Χερσόνησος Καμτσάτκα είναι μια απομονωμένη περιοχή, αλλά βρίσκεται εντός του αποκαλούμενου «Δακτυλίου της Φωτιάς του Ειρηνικού», όπου σημειώνονται οι περισσότερες σεισμικές και ηφαιστειακές δραστηριότητες στον κόσμο.
Τα ανώτερα στρώματα της Γης αποτελούνται από τεκτονικές πλάκες, οι οποίες μετακινούνται συνεχώς. Ο «Δακτύλιος της Φωτιάς» σχηματίζεται από την επαφή αυτών των πλακών γύρω από τον Ειρηνικό. Σύμφωνα με τη Βρετανική Γεωλογική Υπηρεσία, το 80% των σεισμών στον πλανήτη συμβαίνουν εκεί.
Ανοιχτά της Καμτσάτκα, η Ειρηνική Πλάκα κινείται βορειοδυτικά με ρυθμό περίπου 8 εκατοστών τον χρόνο – μόλις διπλάσιο από την ταχύτητα με την οποία μεγαλώνουν τα νύχια μας, αλλά εξαιρετικά γρήγορα με γεωλογικά κριτήρια.
Εκεί, συναντά τη μικροπλάκα Οχότσκ – η Ειρηνική πλάκα είναι ωκεάνια, δηλαδή αποτελείται από βαρύτερα πετρώματα, και γι’ αυτό «βουτάει» κάτω από την ελαφρύτερη μικροπλάκα.
Καθώς η Ειρηνική Πλάκα βυθίζεται προς το εσωτερικό της Γης, θερμαίνεται και λιώνει, σταδιακά εξαφανιζόμενη. Η διαδικασία αυτή όμως δεν είναι πάντα ομαλή: οι πλάκες μπορεί να «κολλήσουν» μεταξύ τους, συσσωρεύοντας τεράστια πίεση που εκτονώνεται απότομα.
Αυτό ακριβώς συνέβη τώρα: πρόκειται για έναν σεισμό τύπου «megathrust» – έναν μεγασεισμό στον οποίο οι πλάκες υποβυθίζονται με ξαφνική ολίσθηση.
«Όταν σκεφτόμαστε έναν σεισμό, φανταζόμαστε ένα σημείο στο χάρτη. Όμως στους πολύ μεγάλους σεισμούς, η ρήξη εκτείνεται σε εκατοντάδες χιλιόμετρα», εξηγεί ο Δρ. Στίβεν Χικς, λέκτορας σεισμολογίας στο University College London. «Η τεράστια μετατόπιση και έκταση της ρήξης είναι αυτή που οδηγεί σε τόσο υψηλό μέγεθος».
Σημειώνεται ότι οι ισχυρότεροι σεισμοί στην ιστορία – σε Χιλή, Αλάσκα και Σουμάτρα – ήταν επίσης megathrusts.
Η Καμτσάτκα έχει ιστορικό μεγάλων σεισμών: το 1952 σημειώθηκε σεισμός 9 Ρίχτερ σε απόσταση μικρότερη των 30 χλμ. από τον σημερινό.
Γιατί το τσουνάμι δεν ήταν τόσο καταστροφικό όσο σε προηγούμενες περιπτώσεις
Η ξαφνική κίνηση των πλακών μπορεί να μετακινήσει τεράστιες μάζες νερού, οι οποίες κατευθύνονται προς την ακτή ως τσουνάμι.
Στον ανοιχτό ωκεανό, τα κύματα κινούνται με ταχύτητα άνω των 800 χλμ./ώρα – όσο ένα επιβατικό αεροπλάνο – με μεγάλα διαστήματα μεταξύ τους και μικρό ύψος (σπάνια πάνω από 1 μέτρο).
Όμως καθώς πλησιάζουν στη στεριά και το νερό ρηχαίνει, επιβραδύνουν, το διάστημα μεταξύ τους μικραίνει και το ύψος αυξάνεται – δημιουργώντας ενίοτε «τοίχους νερού». Παρά ταύτα, ένας ισχυρός σεισμός δεν συνεπάγεται απαραίτητα τσουνάμι μεγάλου ύψους ή διείσδυσης στην ξηρά.
Σύμφωνα με τις ρωσικές αρχές, σήμερα καταγράφηκαν κύματα ύψους έως και 4 μέτρων σε ορισμένες περιοχές της Ανατολικής Ρωσίας.
Αυτό δεν συγκρίνεται με τα δεκάδες μέτρα ύψος των κυμάτων στον Ινδικό Ωκεανό το 2004 και στην Ιαπωνία το 2011.
«Το ύψος του κύματος επηρεάζεται και από το ανάγλυφο του θαλάσσιου βυθού αλλά και από τη μορφολογία της ακτής», εξηγεί η καθηγήτρια τεκτονικής Λίζα ΜακΝίλ από το Πανεπιστήμιο του Σαουθάμπτον. «Επίσης, το πόσο πυκνοκατοικημένη είναι η ακτή επηρεάζει το μέγεθος των ζημιών».
Η Αμερικανική Γεωλογική Υπηρεσία ανέφερε ότι ο σεισμός είχε εστιακό βάθος περίπου 20,7 χλμ. – αρκετά ρηχός ώστε να προκαλέσει σημαντική μετατόπιση του βυθού.
«Ίσως τα μοντέλα τσουνάμι βασίστηκαν σε συντηρητική εκτίμηση του βάθους», σχολιάζει ο Δρ. Χικς στο BBC. «Αν υποθέσουμε πως το επίκεντρο ήταν 20 χλμ. βαθύτερα, το ύψος των κυμάτων θα ήταν σημαντικά μικρότερο».
Η σημασία των συστημάτων έγκαιρης προειδοποίησης
Καθοριστικό ρόλο παίζουν σήμερα και τα εξελιγμένα συστήματα προειδοποίησης.
Λόγω της συχνότητας των σεισμών στον Ειρηνικό, πολλές χώρες διαθέτουν ειδικά κέντρα έγκαιρης προειδοποίησης για τσουνάμι, τα οποία εκδίδουν δημόσιες ανακοινώσεις και εντολές εκκένωσης.
Το 2004, δεν υπήρχε τέτοιο σύστημα στον Ινδικό Ωκεανό – με αποτέλεσμα πάνω από 230.000 θύματα σε 14 χώρες.
Τα συστήματα προειδοποίησης είναι κρίσιμα, αφού οι επιστήμονες δεν μπορούν να προβλέψουν με ακρίβεια πότε θα σημειωθεί σεισμός.
Η Γεωλογική Υπηρεσία των ΗΠΑ είχε καταγράψει σεισμό 7,4 Ρίχτερ στην ίδια περιοχή μόλις 10 μέρες πριν. Αυτό ίσως ήταν προσεισμός – δηλαδή μια πρόωρη εκτόνωση ενέργειας – αλλά δεν μπορεί να προβλέψει πότε ακριβώς θα ακολουθήσει κύριο γεγονός.
«Αν και παρακολουθούμε τις ταχύτητες των τεκτονικών πλακών, μετράμε μετατοπίσεις με GPS και μελετάμε το ιστορικό σεισμών, μπορούμε μόνο να προβλέψουμε την πιθανότητα, όχι την ακριβή χρονική στιγμή», εξηγεί η καθηγήτρια ΜακΝιλ.
Το Γεωφυσικό Ινστιτούτο της Ρωσικής Ακαδημίας Επιστημών (GS RAS) συνεχίζει να παρακολουθεί την περιοχή, αναμένοντας μετασεισμούς για τουλάχιστον έναν μήνα ακόμη.
Πηγή: skai.gr