8 Δεκεμβρίου 1966. Το επιβατηγό-οχηματαγωγό πλοίο «Ηράκλειον», που έκανε το δρομολόγιο της γραμμής Σούδα-Πειραιάς, εκπέμπει σήμα SOS έξι μίλια βορειοανατολικά της βραχονησίδας Φαλκονέρας στο Μυρτώο Πελάγος. Ύστερα από λίγα λεπτά, βυθίζεται.
Τα λόγια που βγαίνουν από το στόμα ενός από τους επιζώντες του τραγικού ναυαγίου που συγκλόνισε και βύθισε την Κρήτη στο πένθος, πραγματικά συγκινούν. Μιλώντας στον Περιφερειακό Τηλεοπτικό Σταθμό CRETA και την εκπομπή Live με την Αντιγόνη, ο Σταύρος Λαγωνικάκης περιγράφει τις τραγικές στιγμές που έζησε.
«Κανείς δεν ήξερε τίποτα, δεν είχε ειδοποιηθεί κανείς, όταν χτύπησε το καμπανάκι κινδύνου νόμιζα ότι ήταν για αλλαγή βάρδιας, αλλά μόνο που ξύπνησα αντιλήφθηκα το κεφάλι μου να βουλιάζει», αναφέρει ο κ. Λαγωνικάκης και προσθέτει «πήγα να καθίσω στο κρεβάτι και δε μπορούσα. Βγήκα έξω όπως ήμουν και μπουσουλώντας προσπάθησα να πάω στο σαλόνι. Όταν έφτασα στην σκάλα ήταν όρθια μπροστά μου, σκαρφάλωσα βγήκα στο σαλόνι και προσπάθησα πάλι μπουσουλώντας να πάω στην πόρτα. Την ώρα που βγήκα στο σαλόνι είχα δει περίπου 6 άτομα τα οποία η κλίση του καραβιού τους πήρε πίσω και έπεσαν στο νερό με αποτέλεσμα να πνιγούν».
Η περιγραφή του κ. Λαγωνικάκη είναι καθηλωτική. «Ήταν θέμα τύχης, έπρεπε να κινηθείς γρήγορα και να είσαι δυνατός. Το μυαλό έπρεπε να δουλέψει αλλιώς θα έπεφτες στο σκοτάδι».
Σύμφωνα με τον ίδιο, ο μέσος όρος των ατόμων που έχασαν τη ζωή τους υπολογίζεται στα 700 με 800 άτομα. «Μέχρι και σήμερα κανείς δε ξέρει τον ακριβή αριθμό», εξηγεί.
Όπως ανέφερε ο κ. Λαγωνίκης χρειάστηκε να μείνει μια ολόκληρη ημέρα προτού τον περισυλλέξουν από τη θάλασσα, μαζί με τους άλλους επιζώντες. Μάλιστα, κατά τη διάρκεια των ωρών αυτών, χρειάστηκε να παλέψει με κύματα 8 μέτρων αλλά και να έρθει αντιμέτωπος και με πτώματα ανθρώπων που δεν κατάφεραν να διασωθούν. «Βρήκα ένα κασόνι και πιάστηκα από εκεί. Κάποια στιγμή, ήρθε και με ακούμπησε ένα πτώμα και δεν είχα τη δύναμη να το σπρώξω».
Κλείνοντας, ο ίδιος θέλησε να περάσει το δικό του μήνυμα, σχετικά με τα όσα αποκόμμισε από αυτήν την εμπειρία. «Όσο μπορεί ο καθένας να είναι καλός απέναντι στον συμπολίτη του, αυτό μου έμεινε από αυτήν την ιστορία», κατέληξε ο κ. Λαγωνικάκης.
Δείτε το σχετικό απόσπασμα:
Το μοιραίο ταξίδι
Το βράδυ στις 7 Δεκεμβρίου 1966 και ενώ οι καιρικές συνθήκες ήταν πολύ άσχημες, με τους ανέμους 9 μποφόρ, απέπλευσε στις 8.00μμ από τη Σούδα της Κρήτης για Πειραιά, με πιθανή καθυστέρηση 2 ωρών για να παραλάβει τη νταλίκα του θανάτου, όπως αργότερα χαρακτηρίσθηκε. (Τότε δεν είχε ακόμη καθιερωθεί η απαγόρευση απόπλου ανάλογα με την κλίμακα μπoφόρ, ίσχυε η κατ’ επιλογή του Πλοιάρχου, όπως συνεχίζει να ισχύει σήμερα για εμπορικά πλοία και ιστιοφόρα). Πλοίαρχος του πλοίου ήταν ο Εμμανουήλ Βερνίκος, με πλήρωμα 73 άντρες και 171 επιβάτες.
Ενώ έπλεε στη θαλάσσια περιοχή της Φαλκονέρας, στο Μυρτώο Πέλαγος, μέσα σε υψηλό κυματισμό με συνεχείς διατοιχισμούς (πλευρικές ταλαντώσεις, “μποτζαρίσματα”), το τελευταίο όχημα, φορτηγό ψυγείο 5 τόνων με φορτίο πορτοκάλια, που φορτώθηκε κάθετα προς το διάμηκες επίπεδο συμμετρίας του πλοίου, είτε γιατί δεν είχε εχμαθεί ασφαλώς λόγω βιασύνης απόπλου μετά την καθυστέρηση είτε γιατί η έχμασή του ήταν χαλαρή, άρχισε να κινείται και να προσκρούει στους πλευρικούς καταπέλτες, ο ένας εκ των οποίων, είτε γιατί δεν είχε ασφαλισθεί με τους πείρους είτε γιατί αυτό είχε γίνει πλημμελώς, πιθανώς για τους ίδιους παραπάνω λόγους, άνοιξε. Κατά μαρτυρίες, ο καταπέλτης άνοιξε σταδιακά από τις παλινδρομικές προσκρούσεις του φορτηγού-ψυγείου, γεγονός που επιβεβαιώνει τις ανωτέρω υποθέσεις ότι δεν είχε ασφαλισθεί σταθερά με τους 6 πείρους που διέθετε. Από τον πλευρικό καταπέλτη που υποχώρησε κι άνοιξε, το φορτηγό ψυγείο έπεσε στη θάλασσα η οποία και κατέκλυσε στη συνέχεια όλο το χώρο των οχημάτων. Οι άνεμοι στη θαλάσσια περιοχή την ώρα του ναυαγίου υπολογίστηκαν σε 10, τουλάχιστον, μποφόρ.
Μετά την πτώση του φορτηγού ψυγείου στη θάλασσα, το πλοίο ήλθε πάλι στη θέση του και επέπλεε στην επιφάνεια της θάλασσας με μόνο τις ηλεκτρογεννήτριες ασφαλείας σε ενέργεια για περίπου 15-20 λεπτά και κατόπιν, λόγω της μεγάλης πλέον ελεύθερης επιφάνειας υδάτων που είχαν κατακλύσει το γκαράζ, το πλοίο άρχισε να παίρνει πολύ μεγάλες κλίσεις, που στο τέλος οδήγησαν στη βύθισή του. Το πλοίο βυθίστηκε πρώτα με την πλώρη (κατά μαρτυρία ναυαγού).
Στις 01:59 από το πλοίο εξέπεμπε σήμα «ΧΑΝΟΜΕΝ ΔΕΞΙΑΝ ΠΟΡΤΑΝ ΓΚΑΡΑΖ///ΘΕΣΙΣ ΠΛΟΙΟΥ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟΣ//» ενώ παράλληλα η κλίση αυξανόταν με επιταχυνόμενο ρυθμό και το πλοίο ανέκοπτε την ταχύτητά του.
Στις 02:05 εκπέμπεται ξανά σήμα S.O.S. και μόλις στις 02:07, περίπου μισή ώρα δηλαδή μετά την απώλεια του καταπέλτη, σήμανε συναγερμός τη στιγμή που το πλοίο σύμφωνα με τις μαρτυρίες βρισκόταν σε κλίση άνω των 30ο δεξιά, η οποία συνεχώς αυξανόταν. Από τη στιγμή αυτή και μετά, η ταχύτητα ανατροπής του πλοίου ήταν τόσο μεγάλη που καθιστούσε σχεδόν κάθε προσπάθεια σωτηρίας μάταιη.
Το τελευταίο σήμα «ΒΥΘΙΖΟΜΑΙ» από τον ασύρματο εκπέμπεται στις 02:12. Δύο φορές επαναλήφθηκε το σήμα κινδύνου που έφτασε στον παράκτιο σταθμό της Βάρης και ακολούθησε σιγή. Τρία λεπτά αργότερα το πλοίο είχε ανατραπεί.
Στις 02.06 το πρωί της 8ης Δεκεμβρίου 1966 ημέρα Πέμπτη εξέπεμψε το μήνυμα: SOS, από Ηράκλειον, στίγμα μας 36° 52′ B., 24° 08 A., Βυθιζόμεθα.