Η ιστορία εξελίσσεται το 1992 σε ένα κεφαλοχώρι του νομού Ηρακλείου και αφορά την Β’ τάξη του Γυμνασίου. Πρόκειται για σημεία μυθοπλασίας που αγγίζουν και παρουσιάζουν – τεχνηέντως – τον σχολικό εκφοβισμό και τη συμπτωματολογία που πιθανόν να παρατηρηθεί σε αυτές τις περιπτώσεις. Την ιστορία υπογράφει ο Κοινωνικός Λειτουργός και Επικεφαλής της «Κοινωνικής Αφύπνισης», κ. Γιώργος Σαριδάκης.
Εκπαιδευτικός: «Για να δούμε, ποιος ή ποια θα μας απαντήσει το ερώτημα; Απ’ ότι βλέπω, μόνο ο Δημητράκης σηκώνει χεράκι. Τα συνηθισμένα. Μα καλά, τι γίνεται… οι υπόλοιποι αδιάβαστοι πάλι. Γιατί έτσι!»
Συμμαθητής (Γιώργος): «Επειδή κυρία ο Δημητράκης είναι το φυτό της τάξης και του σχολείου. Γι’ αυτό!».
Εκπαιδευτικός: «Σε παρακαλώ Γιώργο, μην χαρακτηρίζεις με τέτοιο τρόπο τον συμμαθητή σου. Δεν είναι σωστό. Να τον βλέπεις και να παραδειγματίζεσαι»
Συμμαθητής (Γιώργος): Τι λέτε, σιγά μην γίνω σαν κι αυτόν. Να μου λείπει!»
Εκπαιδευτικός: «Λοιπόν, επειδή βλέπω γελάκια από πολλούς παρόλο που δεν είναι κάτι αστείο, σταματάμε προς στιγμή τη συζήτηση αυτή και προχωράμε στο μάθημα μας».
Στο διάλειμμα, η εκπαιδευτικός πλησίασε τον Γιώργο και σε ιδιαίτερη κουβέντα τον προέτρεψε να ζητήσει συγγνώμη από τον συμμαθητή του, επειδή τον προσέβαλε την ώρα του μαθήματος. Ο Γιώργος έδειξε να είναι σύμφωνος και υποσχέθηκε ότι θα το κάνει κατά στο σχόλασμα.
Στην έξοδο από το χώρο του σχολείου, ο Γιώργος βγήκε πρώτος και μαζί με τρεις άλλους μαθητές περίμεναν τον Δημήτρη να περάσει από το μέρος τους.
Γιώργος: «Έλα εδώ ρε, να σου πω κάτι που θέλω!»
Δημήτρης: «Γιώργο, εμένα φώναξες;»
Γιώργος: Ναι, έλα μην αργείς. Δεν τα πιάνεις και εύκολα και μας παριστάνεις και τον καμπόσο στην τάξη. Τρομάρα σου!»
Δημήτρης: «Πες μου, τι με θέλεις;»
Γιώργος: «Πέσε κάτω ρε… και πάρε δέκα επί τόπου»
Δημήτρης: «Σε παρακαλώ, δεν μπλέκω σε καβγάδες. Άσε με να προσχωρήσω»
Γιώργος: «Θα κάνεις αυτό που σου λέω σαν καλό παιδάκι και μετά πήγαινε όπου θες»
Μόλις ο Δημήτρης γύρισε την πλάτη και άρχισε να περπατά ώστε να απομακρυνθεί από τον χώρο, ο Γιώργος ζήτησε με ύφος αφεντικού και αρχηγού από τους τρεις συμμαθητές να του κλείσουν το δρόμο και να τον περικυκλώσουν. Εντολή την οποία και ακολούθησαν.
Γιώργος: «Άντε, μην αργείς. Αφού έκανες τον δύσκολο, θα πέσεις και θα πάρεις είκοσι τώρα. Αυξήθηκε ο αριθμός φλωράκι»
Δημήτρης: «Εντάξει, θα το κάνω. Όμως, μετά θα με αφήσεις ήσυχο».
Γιώργος: «Ξεκίνα ρε και άσε τις κουβέντες και τις δηλώσεις»
Ο Δημήτρης λόγω των συνθηκών και της πίεσης αναγκάστηκε και έκανε αυτό που του ζήτησε ο συμμαθητής του. Μάλιστα, την ώρα που ήταν στο πάτωμα τον κοιτούσαν και δεν σταματούσαν να γελούν και να τον σχολιάζουν αρνητικά.
Γιώργος: «Λοιπόν, να μάθεις να είσαι υπάκουος και να κάνεις ότι σου λέω και θα είσαι μια χαρά»
Δημήτρης: «Τι άλλο θες από μένα. Άσε με να φύγω τώρα»
Γιώργος: «Άκου να δεις, αν σε ρωτήσει αύριο η καθηγήτρια θα πεις ότι σε βρήκα και σου ζήτησα συγγνώμη… κι ακόμα, μην τολμήσεις ξανά και σηκώσεις το χέρι σου για να πεις μάθημα γιατί θα σου κάνουμε χειρότερα. Δεν είσαι καλύτερος από εμάς, το κατάλαβες ρε; Μπορώ να γίνω πολύ κακός μαζί σου. Από σένα εξαρτάται από δω και πέρα».
Από κείνη την ημέρα, η εικόνα και η συμπεριφορά του Δημήτρη άλλαξε εντελώς. Οι επιδόσεις του στο σχολείο έπεσαν αρκετά, στα διαλείμματα απομονωνόταν και δεν μιλούσε σε κανέναν και όσο περνούσε ο χρόνος σημείωνε πολλές απουσίες από τις σχολικές υποχρεώσεις και το σχολικό πρόγραμμα. Στο σπίτι, κλεινόταν στο δωμάτιο του και έκλαιγε διαρκώς. Δεν ήθελε να τρώει, ούτε να διαβάζει, ούτε να διασκεδάζει. Δεν ήξερε τι να κάνει και πώς να το αντιμετωπίσει, ντρεπόταν και φοβόταν. Δεν τολμούσε να το εκμυστηρευτεί σε κάποιον.
Η καθηγήτρια λόγω της πολυήμερης απουσίας του Δημήτρη, συγκέντρωσε μία ομάδα μαθητών για να κάνουν επίσκεψη στο σπίτι του, αφού πρώτα συνεννοήθηκε με την οικογένεια του και θεώρησαν ότι θα είναι καλό για εκείνον. Η επίσκεψη κανονίστηκε παραμονές των Χριστουγέννων (λίγο πριν κλείσουν τα σχολεία για τις διακοπές των γιορτών) και στην ομάδα των συμμαθητών ήταν και ο Γιώργος, με επιλογή και επιμονή της καθηγήτριας (παρόλο που ίδιος ήταν αρνητικός στην πρόταση αυτή).
Όταν έφτασαν στο σπίτι του συμμαθητή τους, η μητέρα του η κ. Κατερίνα τους υποδέχτηκε πολύ θερμά και τους κέρασε ένα σωρό καλούδια και χυμούς. Η κ. Κατερίνα, πήγε στο δωμάτιο του Δημήτρη και τον ειδοποίησε να κατέβει να συναντήσει τους συμμαθητές του. Ο γιος της, την ρώτησε ποιοι από τους συμμαθητές του είχαν έρθει στο σπίτι. Η μητέρα του τον ενημέρωσε αναλυτικά για την παρουσία της σχολικής αντιπροσωπείας… κι εκείνος την παρακάλεσε να στείλει στο δωμάτιο του μόνο τον Γιώργο. Μόνο αυτόν ζήτησε να δει από ολόκληρη την ομάδα.
Ο Γιώργος, ξαφνιασμένος σ’ αυτό το άκουσμα από τη μητέρα του Δημήτρη, μη μπορώντας να κάνει διαφορετικά ανέβηκε στο δωμάτιο. Όταν οι δύο συμμαθητές βρέθηκαν στον ίδιο χώρο, ο Δημήτρης σηκώθηκε από το κρεβάτι και όρθιος κοιτάζοντας στα μάτια τον συμμαθητή του επανέλαβε μονάχα την εξής φράση:
Δημήτρης: «Τι σου έκανα… τι σου έκανα;»
Ο Γιώργος, δεν έδωσε απάντηση, ίσως γιατί δεν είχε απάντηση. Έσκυψε το κεφάλι, μένοντας για ώρα σιωπηλός και αμίλητος.
Σίγουρα, οι εποχές και πολλά πράγματα έχουν αλλάξει αλλά το φαινόμενο δυστυχώς συνεχίζει να υφίσταται. Απλά, σήμερα υπάρχει ενημέρωση, υπάρχει βοήθεια, συμπαράσταση και στήριξη. Αρκεί, ο κάθε μαθητής που βιώνει τέτοια δύσκολη κατάσταση να βρει τη δύναμη και το θάρρος να ομολογήσει και να εμπιστευτεί την ανάγκη του. Στους δασκάλους και τους καθηγητές του, στην οικογένεια του, σε ειδικούς επιστήμονες και συμβούλους. Μη κλείσει την πόρτα του δωματίου του όπως έκανε τρομαγμένος ο μικρός Δημήτρης της ιστορίας μας, αλλά να ανοίξει την πόρτα της ψυχής του στο φως που θα νικήσει κάθε φόβο, απειλή και εξαναγκασμό.
Το άρθρο “«Τι σου έκανα… τι σου έκανα;» – Μια ιστορία μυθοπλασίας για τον σχολικό εκφοβισμό, από την Κοινωνική Αφύπνιση“, δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο CRETA24.











