Ο Καθηγητής Εγκληματολογίας και Ποινικής Δικαιοσύνης στο Πανεπιστήμιο Northeastern των ΗΠΑ Νίκος Πασσάς, με άρθρο του στην «Εφημερίδα των Συντακτών» και με αφορμή το αιματοκύλισμα στα Βορίζια, μιλάει για την βεντέτα, την πραγματική, όπως λέει σημασία του σασμού και την απουσία της πολιτείας.
Αναλυτικά το άρθρο του κ. Πασσά:
Στην Κρήτη, η λέξη «σασμός» έχει γίνει συνώνυμο της συμφιλίωσης. Όμως πίσω από τη ρομαντική εικόνα που αποτυπώνεται σε τηλεοπτικά σενάρια και τουριστικές αφηγήσεις, υπάρχει μια βαθύτερη και πιο σκληρή πραγματικότητα — κοινωνική, ψυχολογική και πολιτισμική.
Μια παλιά μαρτυρία από τα Ανώγεια θυμίζει τι σημαίνει πραγματικός σασμός:
ο πατέρας, του οποίου ο γιος είχε σκοτωθεί σε βεντέτα, έσφιξε το χέρι του φονιά και βάφτισε το παιδί του με το όνομα του σκοτωμένου. Έκλαψαν και οι δύο. Δεν υπήρξε λήθη — υπήρξε υπέρβαση.
Αυτή είναι η διαφορά ανάμεσα στη συμφιλίωση ως πράξη και στη «συμφιλίωση» ως ρητορική. Η πρώτη απαιτεί θάρρος, προσωπικό κόστος, αποδοχή του πόνου. Η δεύτερη απλώς αποκρύπτει το τραύμα για να διατηρηθεί μια εικόνα κοινωνικής ειρήνης.
Η Κρήτη μεταξύ τιμής και θεσμών
Η σύγχρονη Κρήτη ζει μια αντινομία. Από τη μία πλευρά, προβάλλεται η εικόνα της παράδοσης, του «φιλότιμου» και της «λεβεντιάς». Από την άλλη, περιστατικά όπως το πρόσφατο μακελειό στα Βορίζια δείχνουν μια άλλη όψη: ότι η έννοια της τιμής εξακολουθεί να λειτουργεί ως παρα-θεσμός, ικανός να παρακάμψει τον νόμο, να υπονομεύσει τη δικαιοσύνη και να διαιωνίσει τον φόβο.
Δύο οικογένειες, οι Καργάκηδες και οι Φραγκιαδάκηδες, βρέθηκαν ξανά αντιμέτωπες, με δύο νεκρούς και έναν φόβο διάχυτο: πως όταν φύγουν οι κάμερες, η εκδίκηση θα συνεχιστεί.
Όπως εύστοχα είπε ο Μιχάλης Αεράκης, «αν δεν γίνει σασμός, όταν σβήσουν τα φώτα, φοβάμαι πως θα ξεσπάσει και δεύτερο κύμα».
Αυτός ο φόβος δεν είναι μεταφορικός. Είναι κοινωνικός, ενσώματος. Κι αυτό ακριβώς δείχνει το πρόβλημα: ότι ο σασμός δεν είναι πια αυτονόητος, ούτε θεσμικά κατοχυρωμένος. Είναι ένα έθιμο που επιβιώνει μόνο εκεί όπου οι άνθρωποι —όχι οι αρχές— αποφασίζουν να κοιτάξουν ο ένας τον άλλον κατάματα.
Όταν η Πολιτεία Απουσιάζει, η Παράδοση Παίρνει τη Θέση της
Η βεντέτα είναι προϊόν αδυναμίας του κράτους δικαίου να διεισδύσει βαθιά σε κοινωνίες όπου η συλλογική ταυτότητα υπερισχύει του ατόμου.
Ο σασμός, αντίθετα, ήταν μια απάντηση της κοινότητας στην απουσία των θεσμών. Δεν αντικαθιστούσε τη δικαιοσύνη· την υποκαθιστούσε όταν αυτή ήταν ξένη, μακρινή ή αναξιόπιστη.
Στην Κρήτη του 20ού αιώνα, υπήρχαν ακόμη «συμφιλιωτές» — μεσολαβητές με κύρος, ιερείς, δάσκαλοι, ή σεβάσμιοι γέροντες.
Αυτοί δεν λειτουργούσαν μόνο ως διαιτητές, αλλά ως εγγυητές ηθικής αποκατάστασης.
Όταν ένας σασμός επιτυγχανόταν, δεν ήταν απλώς τέλος μιας διαμάχης, αλλά αναγέννηση μιας κοινότητας.
Σήμερα, όμως, η κατάσταση είναι διαφορετική. Οι κοινότητες είναι πιο διασπασμένες, η συλλογική ευθύνη έχει εξασθενήσει, και ο σεβασμός στους τοπικούς ηγέτες έχει αντικατασταθεί από πολιτισμική καχυποψία.
Η ίδια η Πολιτεία, αντί να ενισχύει την τοπική διαμεσολάβηση, συχνά την αντιμετωπίζει με καχυποψία — λες και κάθε μορφή αυτορρύθμισης είναι αναχρονισμός.
Από τη Συμφιλίωση στη Συγκατάβαση
Εδώ βρίσκεται και το κρίσιμο σημείο. Όταν μιλάμε για σασμό σήμερα, κινδυνεύουμε να εξιδανικεύσουμε μια παράδοση χωρίς να τη στοχαστούμε.
Η «συμφιλίωση» που επιβάλλεται κοινωνικά, χωρίς παραδοχή της αδικίας, χωρίς αποκατάσταση της αξιοπρέπειας του θύματος, μετατρέπεται εύκολα σε συγκατάβαση.
Σε πολλές περιπτώσεις, ιδίως σε μικρές κοινωνίες, ο σασμός λειτουργεί ως πίεση για σιωπή:
«Μη συνεχίζεις, μη μιλάς, να τελειώνουμε». Αυτή δεν είναι συμφιλίωση· είναι συγκάλυψη.
Η πραγματική συμφιλίωση προϋποθέτει δικαιοσύνη — όχι εκδίκηση, αλλά λογοδοσία, αναγνώριση, αποκατάσταση. Όταν απουσιάζει αυτή, ο σασμός κινδυνεύει να γίνει άλλοθι για τη βία και τη σιωπή.
Τι Διδάσκουν οι Διεθνείς Εμπειρίες
Η Κρήτη δεν είναι μοναδική. Σε άλλες κοινωνίες που δοκιμάστηκαν από κύκλους εκδίκησης —από τη Ρουάντα έως τη Βοσνία, από τη Νότια Αφρική έως τη Βόρεια Ιρλανδία— η συμφιλίωση δεν επιτεύχθηκε μέσα από ρομαντικούς συμβολισμούς, αλλά μέσα από συστηματική διαδικασία αλήθειας και αποκατάστασης. Οι «Επιτροπές Αλήθειας» δεν ήταν τελετουργίες· ήταν πράξεις ηθικού θάρρους.
Η παραδοχή, η συγγνώμη, η μαρτυρία, η δημόσια λογοδοσία έγιναν αναγκαίες προϋποθέσεις για κοινωνική ειρήνη. Αυτό θα μπορούσε να εμπνεύσει και τη σημερινή Κρήτη: να αντιμετωπίσει τον σασμό όχι μόνο ως έθιμο, αλλά ως ζωντανό θεσμό συμφιλίωσης με κανόνες, λογοδοσία και σεβασμό στα θύματα.
Να Ξαναδούμε τον Σασμό ως Δημόσιο Αγαθό
Ο σασμός δεν είναι ντροπή ούτε φολκλόρ. Είναι πολιτισμική κληρονομιά — αλλά μόνο αν λειτουργεί υπέρ της ζωής, όχι της σιωπής.
Αν η Πολιτεία θέλει πραγματικά να αντιμετωπίσει τη βία στην Κρήτη, οφείλει να επενδύσει σε τοπικούς μηχανισμούς διαμεσολάβησης, στην κοινωνική ψυχολογία της συγγνώμης και στην καλλιέργεια της εμπιστοσύνης στους θεσμούς. Η συμφιλίωση δεν επιβάλλεται ούτε εξαγοράζεται. Είναι προσωπική επιλογή, συλλογική πράξη και, κυρίως, πολιτική ευθύνη. Και ίσως τότε, η Κρήτη να μπορέσει ξανά να πει τη λέξη «σασμός» όχι ως ανάμνηση, αλλά ως υπόσχεση.

Το άρθρο “Από τη Βεντέτα στον Σασμό: Όταν η Συμφιλίωση Πονά“, δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο CRETA24.











